- Αυστραλία
- Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Η Α. βρίσκεται καλά διαχωρισμένη με την εδαφική της μάζα τόσο από τα ακραία ασιατικά αρχιπελάγη του Ινδικού ωκεανού (η Α. είναι σχεδόν συνέχεια της Ινδονησίας) όσο και από τα αρχιπελάγη του Ειρηνικού. Βρίσκεται ολόκληρη στο νότιο ημισφαίριο και παρουσιάζεται ως ένα απομονωμένο τμήμα του γήινου φλοιού, ίσο με το 5% της αναδυόμενης επιφάνειας.Η Κοινοπολιτεία της Α. (Commonwealth of Αustralia) περιλαμβάνει έξι ομόσπονδες πολιτείες (σε παρένθεση ο πληθυσμός του 2001): Βικτόρια (Victoria, 227.420), Δυτική Α. (Western Australia, 1.918.805), Κουίνσλαντ (Queensland, 3.670.459), Νέα Νότια Ουαλία (New South Wales, 6.642.879), Νότια Α. (South Australia, 1.518.874) και Τασμανία (Tasmania, 473.252), η οποία δεν αποτελεί μέρος της ηπείρου, αλλά είναι ένα νησί που βρίσκεται στην ίδια ηπειρωτική μάζα. Σε ανάλογο καθεστώς ομοσπονδιακής αυτονομίας τελούν επίσης το Έδαφος της Πρωτεύουσας (Australia Capital Territory, 322.638) και το Βόρειο Έδαφος (Northern Territory, 199.868) που διοικούνται άμεσα από τα ομοσπονδιακά όργανα. Τα νησιά Μεκουόρι (Τασμανία) και Λορντ Χάου (Νέα Νότια Ουαλία) είναι αναπόσπαστα μέλη της ομοσπονδίας. Αντίθετα, την ιδιότητα των εξωτερικών εδαφών (κτήσεων) έχουν το νησί Νόρφοκ, τα νησιά Χερντ και Μακ Ντόναλντ, τα Κόκος (ή Κίλινγκ), το νησί των Χριστουγέννων (Κιριμάτι), τα νησιά της θάλασσας των Κοραλλιών, τα νησιά Άσμορ και Καρτιέ και το αυστραλέζικο έδαφος της Ανταρκτικής, που είναι εξαρτήσεις οι οποίες διοικούνται από ένα ειδικό υπουργείο της κυβέρνησης της Καμπέρας, ενώ ο συνολικός πληθυσμός τους ανέρχεται σε λίγες χιλιάδες.Η αγγλική είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους. Επίσης, σε ορισμένες περιοχές ομιλείται η διάλεκτος των Αβοριγίνων, των ιθαγενών κατοίκων της Α., καθώς και μερικές ακόμη τοπικές διάλεκτοι.
Οι αγγλοσαξονικής καταγωγής Αυστραλοί αποτελούν σχεδόν το 95% του πληθυσμού και είναι μάλλον το μοναδικό φαινόμενο αποικίας που πλειοψηφούν οι αρχικοί άποικοι σε συντριπτική αναλογία. Ακολουθούν ευρωπαϊκές (Έλληνες, Ιταλοί, Σέρβοι κ.ά.) και ασιατικές μειονότητες. Οι αυτόχθονες μόλις που φτάνουν το 1% του συνολικού πληθυσμού, αφού εξοντώθηκαν μαζικά στη διάρκεια του αποικισμού, τον 19ο αι.Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1901, η κοινοπολιτεία της Α. αποτελεί μέλος της βρετανικής κοινοπολιτείας, τελεί με άλλα λόγια τυπικά υπό το στέμμα της Μεγάλης Βρετανίας· αρχηγός του κράτους είναι συνεπώς η βασίλισσα της Αγγλίας, που εκπροσωπείται στην Καμπέρα από έναν γενικό κυβερνήτη. Η εκτελεστική εξουσία ανήκει τυπικά στον εκάστοτε Βρετανό μονάρχη (σήμερα, η βασίλισσα Ελισάβετ) και ασκείται από τον γενικό κυβερνήτη, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Στην ουσία, όμως, η εκτελεστική εξουσία ασκείται από το ομοσπονδιακό εκτελεστικό συμβούλιο, στο εσωτερικό του οποίου δεσπόζει, παρά τη δομή σε συνασπισμό της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός, που είναι επίσης ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Νομοθετική εξουσία ασκεί το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, που αποτελείται από τη γερουσία και τη βουλή. Η γερουσία περιλαμβάνει 76 μέλη, 12 γερουσιαστές για κάθε πολιτεία και 2 αντίστοιχα για το Έδαφος της Πρωτεύουσας και το Βόρειο Έδαφος, που εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία και με το αναλογικό σύστημα για μια περίοδο 6 ετών σε μια μοναδική εκλογική περιφέρεια, που περιλαμβάνει όλους τους εκλογείς καθεμίας πολιτείας· ανανεώνεται το μισό από τα μέλη της, κάθε τρία χρόνια. Η βουλή αποτελείται σήμερα από 150 μέλη, τα οποία εκλέγονται με άμεση ψηφοφορία για θητεία τριών χρόνων. Το σύνταγμα καθορίζει και τον ελάχιστο αριθμό βουλευτών κάθε πολιτείας και εδάφους.
Στο επίπεδο της τοπικής διοίκησης ισχύει η αρχή της εκλογής για όλα τα συμβούλια· η διοικητική κατανομή ποικίλλει από πολιτεία σε πολιτεία, με μια ιεραρχία που περιλαμβάνει διαμερίσματα, κομητείες, δήμους και πόλεις. Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε το 1927 στην Καμπέρα· μέχρι τότε πρωτεύουσα ήταν η Μελβούρνη.
Η ομοσπονδιακή δομή και η ανάγκη ρύθμισης με καθορισμένο τρόπο των σχέσεων ανάμεσα στη βρετανική κοινοπολιτεία και στις μεμονωμένες πολιτείες είχαν ως αποτέλεσμα τη διατύπωση ενός γραπτού συντάγματος που, αφού τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1901 ύστερα από έγκριση όλων των πολιτειών, παρέμεινε στην πράξη το ίδιο μέχρι σήμερα, εκτός από μερικές τροποποιήσεις μικρής σημασίας. Η βασική αρχή του συντάγματος είναι η σχεδόν ηγεμονική δομή των μεμονωμένων πολιτειών (που πράγματι διατηρούν η καθεμία δικό της σύνταγμα και δικά της κυβερνητικά όργανα), αναθέτοντας στα ομοσπονδιακά όργανα περιορισμένες αρμοδιότητες σε ορισμένα θέματα που αναφέρονται ειδικά στο άρθρο 5 και αφήνοντας στην εκάστοτε πολιτεία και μια αρμοδιότητα παράλληλη με εκείνη της ομοσπονδίας, εκτός από θέματα που αφορούν την εξωτερική πολιτική, τις ένοπλες δυνάμεις, την έκδοση του νομίσματος και το τελωνειακό καθεστώς. Το σύνταγμα περιλαμβάνει ύστερα μερικούς ειδικούς όρους που αφορούν τις σχέσεις ανάμεσα στην ομοσπονδία και τις πολιτείες. Έτσι, έχει καθοριστεί, για παράδειγμα, ότι οι ομοσπονδιακοί νόμοι υπερισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις των πολιτειακών, που είναι άκυροι όταν συγκρούονται με τους πρώτους· ότι η ομοσπονδία πρέπει να εγγυάται την εδαφική ακεραιότητα των πολιτειών-μελών από τις εξωτερικές επιθέσεις και να επεμβαίνει, στην περίπτωση εσωτερικών ταραχών, ύστερα από αίτηση των πολιτειακών κυβερνήσεων· τέλος, ότι οι ομοσπονδιακοί νόμοι δεν μπορούν να θεσπίσουν κανόνες σε θρησκευτικά ζητήματα.Κυριότερα κόμματα είναι το Εθνικό Κόμμα και το Φιλελεύθερο Κόμμα, ο συνασπισμός των οποίων κυβερνά την Α. τα τελευταία χρόνια, και μέχρι τουλάχιστον το φθινόπωρο του 2002. Κυριότερος αντίπαλος είναι το Κόμμα των Εργατικών, ενώ υπάρχουν ακόμη το Κόμμα των Πρασίνων και το Δημοκρατικό Κόμμα. Πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Τζον Χάουαρντ, από το 1996.Ανώτατο όργανο της δικαιοσύνης είναι το ανώτερο ομοσπονδιακό δικαστήριο, ομοσπονδιακό όργανο στο οποίο το σύνταγμα παρέχει αρμοδιότητες που σκοπό έχουν, ουσιαστικά, την ενοποίηση του δικαστικού συστήματος, παρά την υφιστάμενη ομοσπονδιακή δομή. Αν σε κάθε πολιτεία τη διοίκηση της δικαιοσύνης έχουν τα αστικά και ποινικά δικαστήρια που εξαρτώνται από τα ανώτατα πολιτειακά δικαστήρια, το ανώτερο ομοσπονδιακό δικαστήριο έχει σε όλες τις περιπτώσεις αρμοδιότητα να κρίνει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολιτειακών ανώτατων δικαστηρίων. Το ανώτερο δικαστήριο, που αποτελείται από τον αρχιδικαστή (chief justice) και έξι δικαστές που διορίζονται από τον γενικό κυβερνήτη ύστερα από δεσμευτική πρόταση της κυβέρνησης, έχει αποκλειστική δικαιοδοσία σε όλες τις διενέξεις στις οποίες ενέχεται η κοινοπολιτεία, στις διενέξεις ανάμεσα στις πολιτείες-μέλη ή ανάμεσα σε κατοίκους δύο διαφορετικών πολιτειών. Έχει επίσης αρμοδιότητα να κρίνει κατ’ έφεση τις αποφάσεις των άλλων ομοσπονδιακών δικαστηρίων και αποφασίζει για τυχόν συνταγματικά θέματα.
Παράλληλα, με το ανώτερο ομοσπονδιακό δικαστήριο (High Court), υπάρχουν άλλα δύο σημαντικά ομοσπονδιακά δικαστήρια: το βιομηχανικό δικαστήριο (Αustralian Ιndustrial Court), που δημιουργήθηκε το 1956 χωρίζοντας τις αρμοδιότητες δικαιοδοσίας σε ζητήματα εργασίας από εκείνες του συμβιβασμού και της διαιτησίας, καθώς και ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο αρμόδιο για οικονομικές ατασθαλίες. Ενώ στο Βόρειο Έδαφος και στο Έδαφος της Πρωτεύουσας τη συνηθισμένη δικαιοδοσία έχουν τα ομοσπονδιακά δικαστήρια, στις ομόσπονδες πολιτείες υπάρχει ένα αυτόνομο δικαστικό σύστημα, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το ανώτατο πολιτειακό δικαστήριο.Δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία στην Α. και το σύνταγμα εγγυάται ελευθερία στο θρήσκευμα των πολιτών. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού είναι χριστιανοί, και οι εκκλησίες με τη μεγαλύτερη απήχηση στους κατοίκους είναι η αγγλικανική και η ρωμαιοκαθολική, με ποσοστά 26,1% και 26% αντίστοιχα, ενώ ένα 24,3% είναι προτεστάντες, ορθόδοξοι και πιστοί άλλων δογμάτων. Περίπου το 11% του πληθυσμού αποτελούν μικρές εβραϊκές, μουσουλμανικές και βουδιστικές κοινότητες. Επισημαίνεται πάντως πως, αν και μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δηλώνουν χριστιανοί, λίγοι είναι αυτοί που ακολουθούν ενεργά την εκάστοτε εκκλησία.Η εκπαίδευση αποτελεί ένα από τα θέματα αρμοδιότητας της κάθε πολιτείας, η οποία φέρει την ευθύνη για ολόκληρη την οργάνωση της παιδείας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επεμβαίνει μονάχα κατά το μεγαλύτερο μέρος στα σχετικά έξοδα. Πολυάριθμες είναι επίσης οι συμβουλευτικές επιτροπές που, υπό τη διεύθυνση των ομοσπονδιακών οργάνων, φροντίζουν για τον συντονισμό της εκπαιδευτικής πολιτικής της κάθε πολιτείας και για την επιβολή ιδιαίτερων προγραμμάτων σε ορισμένους τομείς (όπως των σχολικών κτιρίων).
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάποια διαφορά στα συστήματα των έξι πολιτειών, που καθορίζεται κατά ένα μέρος από τις διαφορετικές γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες· ποικίλλουν έτσι αρκετά η διάρκεια των μαθημάτων και τα προγράμματα διδασκαλίας, ενώ σε μερικές πολιτείες οι τεράστιες αποστάσεις έχουν επιβάλει την υιοθέτηση ιδιαίτερων τεχνικών (υπαίθρια σχολεία, σχολές με αλληλογραφία, ραδιοτηλεοπτικά μαθήματα κλπ.). Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για παιδιά από 6 έως 15 ετών (στην Τασμανία 16). Η στοιχειώδης εκπαίδευση έχει διάρκεια, κατά μέσο όρο, 6 χρόνια και η μέση 5 χρόνια. Υπάρχουν ύστερα πολυάριθμες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, σχολές αρχιτεκτονικής και ειδικές σχολές για την προετοιμασία δασκάλων. Σε ολόκληρο το εθνικό έδαφος υπάρχουν 45 πανεπιστήμια. Επισήμως, το ποσοστό αναλφαβητισμού στη χώρα είναι μηδενικό.Η αλλαγή της παγκόσμιας πολιτικοστρατηγικής ισορροπίας, που πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και η αποχώρηση των Βρετανών από τη ΝΑ Ασία οδήγησαν την Α. σε μια πολιτική πιο στενών σχέσεων με τις ΗΠΑ και τη Νέα Ζηλανδία, τόσο με την προσχώρηση στα σύμφωνα του ΑΝΖUS (από τα αρχικά των κρατών της Α., της Νέας Ζηλανδίας και των ΗΠΑ) όσο και με τη συμμετοχή με δικά της στρατεύματα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κορέα και στο Βιετνάμ.
Στη χώρα, η στρατιωτική θητεία είναι εθελοντική. Η δύναμη του στρατού ξηράς είναι 24.150 άτομα, του ναυτικού 12.500 και της αεροπορίας 14.050. Το στράτευμα είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα οπλικά συστήματα, ενώ από το 1993 οι γυναίκες θεωρούνται αξιόμαχες και συμμετέχουν ισότιμα στις ένοπλές δυνάμεις της χώρας.Υπάρχει οργανωμένο κράτος πρόνοιας στην Α., που περιλαμβάνει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, επιχορήγηση της μητρότητας και βοήθεια στις οικογένειες με παιδιά, που καλύπτει τα νεότερα μέλη μέχρι και το 24ο έτος της ηλικίας τους, αν το παιδί βρίσκεται ακόμη υπό τη φροντίδα των γονέων του και σπουδάζει. Ίσως όμως το πιο εντυπωσιακό μέτρο κοινωνικής πρόνοιας στη χώρα είναι η Βασιλική Υπηρεσία Ιπτάμενων Γιατρών, που φροντίζει ασθενείς σε απομονωμένες περιοχές. Αυτή η υπηρεσία καλύπτει τα 2/3 της χώρας, και οι γιατροί που υπηρετούν σε αυτή βρίσκονται διασκορπισμένοι σε βάσεις και φροντίζουν για την αεροδιακομιδή και περίθαλψη ασθενών σε απομακρυσμένους οικισμούς. Στην Α. υπάρχουν περισσότερα από 2.500 νοσοκομεία, και περίπου 40.000 γιατροί.Το έδαφος της Α. αποτελείται από δύο μεγάλες δομικές ενότητες: την αυστραλιανή ασπίδα και το γεωσύγκλινο του Τάσμαν. Η πρώτη, που περιλαμβάνει όλο το δυτικό μισό της ηπείρου, αποτελεί ένα τμήμα της υποθετικής ηπείρου Γκοντουάνα· η προέλευσή της ανάγεται στο προκάμβριο και καλύπτεται από ιζήματα διαφορετικής ηλικίας που φτάνουν έως το τεταρτογενές. Το άλλο δομικό στοιχείο της αυστραλιανής ηπείρου, η Μεγάλη Διαχωριστική Οροσειρά, αποτελούσε στον παλαιοζωικό ένα ευρύ γεωσύγκλινο, που στη συνέχεια ανυψώθηκε και υπέστη πτυχώσεις κατά τη διάρκεια διαφόρων ορεογενετικών φάσεων, ανάμεσα στις οποίες η κανιμβλιανή φάση (άνω λιθανθρακοφόρος) και η φάση Χάντερ-Μπόουεν (άνω πέρμιο), με τις οποίες είναι συνδεδεμένη η ύπαρξη των ανθρακοφόρων κοιτασμάτων των Μπλου Μάουντενς (Κυανών Ορέων). Μετά το πέρμιο, το γεωσύγκλινο του Τάσμαν δεν υπέστη πια αξιόλογες κινήσεις. Η διάβρωση άρχισε τον βαθμιαίο διαμελισμό της Μεγάλης Διαχωριστικής Οροσειράς, που μόνο στο τριτογενές υπέστη μερική ανανέωση χάρη σε μια ανύψωση που, μαζί με διάφορες μετατοπίσεις, ευνόησε ξανά την επιφανειακή διάβρωση, ιδιαίτερα στην πλευρά προς τον Ειρηνικό, όπου οι κοίτες ποταμών και χειμάρρων έγιναν ακόμα πιο βαθιές.Η Α., που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο μεταξύ Ειρηνικού και Ινδικού ωκεανού, παρουσιάζεται ως ένα απομονωμένο και συμπαγές ηπειρωτικό μέλος του γήινου φλοιού, του οποίου δεν αντιπροσωπεύει παρά μόλις το 5% της αναδυόμενης επιφάνειας. Παρότι συμβατικά θεωρείται μέρος της Ωκεανίας, ξεχωρίζει από αυτήν στη δομή και στην ακραία θέση, σε σχέση με τα κατακερματισμένα νησιωτικά εδάφη που την περιβάλλουν.
Η Α. χωρίζεται από τα γύρω νησιά της Ωκεανίας και της ΝΑ Ασίας από τμήματα θάλασσας: στα ΒΑ από τη θάλασσα των Κοραλλιών, στα Ν από τη θάλασσα Τάσμαν και στα Β από τη θάλασσα των Αραφούρα και από τη θάλασσα Τιμόρ. Το σχήμα της είναι συμπαγές, ενιαίο, σχεδόν με τετράγωνη όψη, με τα πλευρά άλλοτε ελαφρώς κοίλα και άλλοτε κυρτά· μοναδική τονισμένη άρθρωση είναι η ευρεία εσοχή του κόλπου Καρπενταρία, στη βόρεια πλευρά, που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην πεδινή χερσόνησο της Γης του Άρνεμ και στη χερσόνησο του ακρωτηρίου Γιορκ, της πιο σημαντικής προεξοχής του ηπειρωτικού περιγράμματος. Στη νότια πλευρά, ο Μεγάλος Αυστραλιανός Κόλπος αντιπροσωπεύει μια ευρεία καμπή άμεσα συνδεδεμένη με τη δομή της ηπείρου. Πάνω από τα εννέα δέκατα της Α. αποτελούνται από πεδιάδες και υψίπεδα, που διακόπτονται κάθε τόσο από μεμονωμένα υψώματα και από μέλη πανάρχαιων αλυσίδων που έχουν καταστραφεί από τη διάβρωση. Μόνο η ανατολική πλευρά, που βρέχεται από τα νερά του Ειρηνικού ωκεανού, διασχίζεται από μια ορεινή ευθυγράμμιση, τη Διαχωριστική Οροσειρά (Great Dividing Range) που στο νότιο άκρο της ξεπερνά το ύψος των 2.000 μ. (με τα 2.230 μ. του όρους Κοσιούσκο, στις λεγόμενες Αυστραλιανές Άλπεις). Οι άλλες σύντομες και χαμηλές αλυσίδες (ποτέ πάνω από 1.500 μ.) που αναδύονται σχεδόν παντού στο έδαφος (από την οροσειρά Χάμερσλι, στο ΒΔ άκρο, μέχρι τα όρη Μακντόνελ και Μασγκρέιβ, στα κεντρικά εδάφη, και μέχρι τις οροσειρές Γκόλερ και Φλίντερς στον νότο) δεν επηρεάζουν το μέσο υψόμετρο της ηπείρου, που είναι μονάχα 210 μ.
Αν εξετάσουμε την αντίστοιχη θέση των τριών μεγάλων αυστραλιανών μορφολογικών ενοτήτων, δηλαδή του κεντροδυτικού υψιπέδου, του κεντροανατολικού βαθυπέδου (που κατεβαίνει κάτω από τη στάθμη της θάλασσας) και των ανατολικών αλυσίδων, βλέπουμε ότι το ανάγλυφο έχει χαρακτήρα που θα μπορούσε να καθοριστεί εξωκεντρικά και που μαρτυρείται εξάλλου από το απρόσιτο μεγάλου μέρους των ακτών και από μια υδρογραφία κεντρομόλο, αν όχι ενδορροϊκή (λεκάνη της λίμνης Έιρ). Η Μεγάλη Διαχωριστική Οροσειρά εκτείνεται κατά μήκος του ανατολικού μετώπου επί περίπου 3.000 χλμ. από τη χερσόνησο του ακρωτηρίου Γιορκ έως και την Τασμανία, από την οποία χωρίζεται από έναν σύντομο θαλάσσιο βραχίονα (στενό Μπας). Τα ανάγλυφα της Μεγάλης Οροσειράς αποτελούνται από μια διαδοχή υψιπέδων που κατεβαίνουν απαλά προς το εσωτερικό της ηπείρου, ενώ κατεβαίνουν πιο απότομα προς τον ωκεανό, με πλαγιές που χαράζονται από βαθιές κοίτες χειμάρρων. Το κεντροανατολικό βαθύπεδο χωρίζεται με τη σειρά του σε δύο τμήματα από τη ράχη των ορέων Γκρέι, που ορίζει στα δυτικά, μαζί με την οροσειρά Μέιν Μπάριερ, την ευρεία λεκάνη του Μάρεϊ-Ντάρλινγκ, και στα ανατολικά την ενδορροϊκή περιοχή της λίμνης Έιρ· προς τα βόρεια, πέρα από το κατώφλι του υψιπέδου Μπάρκλι, αναδύεται βαθμιαία στα νερά του κόλπου της Καρπενταρία.
Όλο το δυτικό μισό της Α. αποτελείται, τέλος, από ένα εκτεταμένο υψίπεδο με μέσο ύψος που κυμαίνεται από τα 200 μέχρι τα 600 μ. Πρόκειται για μια περιοχή στην πράξη αρροϊκή, επειδή μονάχα σε μερικά ακραία τμήματα παρατηρείται μια πραγματική ροή προς τις ακτές, ενώ εκτός από τις πολυάριθμες λίμνες και τα αλμυρά τέλματα, τα νερά αποστραγγίζονται άμεσα από το υπέδαφος. Σύντομες αλυσίδες διακόπτουν την οριζόντια συνέχεια του εδάφους αυτού, που χαμηλώνει σε μερικά παράκτια τμήματα, όπως στο ΒΔ τμήμα και, στα νότια, στη Νάλαρμπορ Πλέιν, στον Μεγάλο Αυστραλιανό Κόλπο. Τελείως ορεινό και με χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα των Αυστραλιανών Άλπεων είναι τέλος το νησί Τασμανία.
Στο γενικά συμπαγές και ομοιόμορφο του ανάγλυφου αντιστοιχεί μια παράκτια μορφολογία αρκετά πιο ποικίλη. Στο σύνολό τους, οι χαμηλές ακτές είναι πολύ σπάνιες, ενώ επικρατούν οι ευθύγραμμες και απόκρημνες. Σε σχέση με τις άλλες ηπείρους, ωστόσο, η Α. παρουσιάζει αρκετή παράκτια άρθρωση (419 τ. χλμ. εσωτερικής έκτασης για 1 χλμ. ακτών). Ιδιαίτερα αρθρωτές είναι, για παράδειγμα, οι ακτές της Κουίνσλαντ και γενικά οι ΒΑ ακτές. Απέναντι σε αυτές αναπτύσσεται περίπου επί 2.000 χλμ., μέσα στα όρια της υποβρύχιας υφαλοκρηπίδας, το Μεγάλο Κοραλλιογενές Φράγμα (Great Βarrier Reef) με το πάχος των 100-200 χλμ. Οι κλιματικές συνθήκες της Α. καθορίζονται ουσιαστικά από το γεγονός ότι τα δύο πέμπτα της ηπείρου βρίσκονται στη μεσοτροπική ζώνη και η ίδια (με εξαίρεση την Τασμανία) δεν προχωρεί πέρα από τις 39° νότιου γεωγραφικού πλάτους, ενώ σχεδόν όλο το έδαφος περιλαμβάνεται μέσα στα όρια της ετήσιας ισοθέρμου των 20°C. Αλλά εκείνες που καθορίζουν ένα κλίμα ηπειρωτικού τύπου με υπερβολικές εκδηλώσεις είναι προπάντων η έκταση και η μορφολογική ομοιομορφία των κεντροδυτικών περιοχών και η παρουσία της Μεγάλης Διαχωριστικής Οροσειράς (που με τη νότια διάταξή της σταματά τις ωκεάνιες επιδράσεις).
Η ηπειρωτικότητα του κλίματος της Α. εκδηλώνεται στις συνθήκες της θερμοκρασίας, που χαρακτηρίζεται από σημαντικές αντιθέσεις. Στην Άλις Σπρινγκς, στην καρδιά της ηπείρου, οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται από 12°C (τον Ιούλιο) έως 32°C (τον Ιανουάριο). Θερινές θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 38°C είναι αρκετά συχνές και οι χειμερινοί παγετοί δεν είναι καθόλου ασυνήθιστοι. Αντίθετα, οι ακραίες νότιες ζώνες της Α. χαρακτηρίζονται από χειμώνες χωρίς παγετούς και από καλοκαίρια σχετικά δροσερά. Οι χειμώνες είναι φυσικά πιο ψυχροί στην Τασμανία, που βρίσκεται στα νότια του γεωγραφικού πλάτους των 40°· στη Χόμπαρτ η θερμοκρασία κυμαίνεται ανάμεσα στις μέσες τιμές των 7°C τον Ιούλιο και των 16°C τον Ιανουάριο.
Η παροχή και η ένταση των βροχοπτώσεων είναι συνδεδεμένες με τη διακύμανση των κέντρων ατμοσφαιρικής δράσης (τροπικοί αντικυκλώνες, μεσοτροπική σύγκλιση, ισημερινό όριο των εύκρατων βαθυπέδων). Κατά τη διάρκεια του χειμώνα (Ιούλιος–Αύγουστος) οι τροπικοί αντικυκλώνες ωθούν προς τα βόρεια τη μεσοτροπική σύγκλιση, έτσι ώστε όλο το βόρειο τμήμα της ηπείρου να δέχεται ξηρούς ανέμους (ΝΑ αληγείς). Ταυτόχρονα, το νότιο τμήμα της ηπείρου δέχεται πολικές και θαλάσσιες μάζες αέρα, που εκφορτίζουν την υγρασία τους στην περιοχή του Περθ, της Μελβούρνης και στην Τασμανία. Το καλοκαίρι (Ιανουάριος–Φεβρουάριος), η μεσοτροπική σύγκλιση κατεβαίνει στη βόρεια Α., που κατακλύζεται συνεπώς από θερμούς και υγρούς ανέμους (ΒΑ μουσώνες), οι οποίοι προκαλούν άφθονες βροχοπτώσεις.
Προς το εσωτερικό της ηπείρου, όπου επικρατούν θερμές και ξηρές μάζες αέρα αντικυκλωνικής προέλευσης, οι βροχοπτώσεις ελαττώνονται γρήγορα. Σπάνιες είναι οι χιονοπτώσεις, που παρατηρούνται μονάχα στη Μεγάλη Οροσειρά, στο νότιο τμήμα, και στην Τασμανία.
Στο σύνολο, παρά τη γενική ομοιομορφία, η μεγάλη έκταση της ηπείρου, επιτρέπει τη διάκριση τουλάχιστον τεσσάρων κλιματικών ζωνών: (α) η βόρεια λωρίδα, που εκτείνεται από τη χερσόνησο Ντάμπιερ έως την ακτή της Κουίνσλαντ και νότια του Τροπικού του Αιγόκερω, χαρακτηρίζεται από ένα κλίμα τροπικού τύπου με εποχιακές βροχές (θερινές)· (β) κλίμα εύκρατου ωκεάνιου τύπου χαρακτηρίζει, αντίθετα, το τμήμα της Μεγάλης Οροσειράς που εκτείνεται από τον Τροπικό του Αιγόκερω έως τη Μελβούρνη και την ίδια την Τασμανία, με βροχές πιο ομοιόμορφα κατανεμημένες κατά τη διάρκεια του χρόνου· (γ) μεσογειακά χαρακτηριστικά (κυρίως με χειμερινές βροχές) παρουσιάζουν οι δύο περιοχές του Περθ και της Αδελαΐδας· (δ) η υπόλοιπη ήπειρος, τέλος, χαρακτηρίζεται από άγονα κλίματα και από μια βαθμιαία μείωση των βροχοπτώσεων από την περιφέρεια προς το εσωτερικό.
Παρά τη γεωγραφική της θέση, μόνο ένα μικρό τμήμα της Α. χαρακτηρίζεται από πραγματικά ωκεάνιο κλίμα, και το τμήμα αυτό είναι οι ΝΑ περιοχές (Νέα Νότια Ουαλία, Βικτόρια, Τασμανία) που, εκτός από τους ανέμους, επηρεάζονται από το ανταρκτικό περιπολικό ρεύμα, το οποίο προχωρά γενικά μεταξύ 43° και 46° νότιου γεωγραφικού πλάτους. Σε αντιστοιχία με αυτό η θερμοκρασία του θαλάσσιου νερού υφίσταται αξιοσημείωτη μείωση (μέχρι 10°C), σε σχέση με την ισόθερμο των 20°C του θαλάσσιου νερού που περνά γενικά στα νότια του Τροπικού του Αιγόκερω.
Στο ρεύμα αυτό, που ορίζεται ως ψυχρό, έρχονται σε αντίθεση τα άλλα που περνούν από την ήπειρο και διακρίνονται ως θερμά· το ρεύμα της Α. τροφοδοτείται από έναν βραχίονα του ισημερινού ρεύματος του νότου, που φτάνει στις ακτές της Α. στο ύψος του Μπρίζμπεϊν. Το ρεύμα αυτό περνά από τις ακτές σε μια απόσταση 20-60 μιλίων και με μια ταχύτητα περίπου τριών κόμβων την ώρα. Στα ανοιχτά του Σίδνεϊ στρίβει προς τα ΝΑ για να μπει στον νότιο Ειρηνικό.
Οι βόρειες ακτές επηρεάζονται, αντίθετα, άμεσα από το θερμό νοτιοϊσημερινό ρεύμα, που κατά τη διάρκεια του χειμώνα διευθύνεται από τα ανατολικά στα δυτικά μέσω του στενού Τόρες και της θάλασσας των Αραφούρα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το ρεύμα αντιστρέφεται, ιδιαίτερα υπό την επίδραση των ΒΔ ανέμων. Η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα είναι εκτεταμένη αξιοσημείωτα μονάχα στα βόρεια της Α. Τα άλλα παράλια βρέχονται από βαθιά νερά.Η βλάστηση της Α. είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική από βοτανική πλευρά, καθώς περιλαμβάνει είδη που αλλού είναι άγνωστα ή έχουν εξαφανιστεί από πολύ καιρό. Για τη χλωρίδα της Α. διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες, που μιλούν τόσο για μια απομόνωση από το παλαιοζωικό όσο και για μια επίδραση από μέρους ασιατικών, νοτιοαμερικανικών και ωκεάνιων ειδών. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, εξάλλου, ότι η ευρωπαϊκή αποίκιση εισήγαγε στην Α. πολυάριθμα είδη του παλαιού κόσμου, που τοπικά άλλαξαν το φυτικό τοπίο, ιδιαίτερα στις πιο εύφορες και καλλιεργούμενες περιοχές. Ωστόσο, αντίθετα με ό,τι θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, η χλωρίδα είναι αρκετά εξειδικευμένη, και αυτό που την κάνει να φαίνεται μονότονη και ομοιόμορφη είναι απλούστατα η μεγάλη επικράτηση της ακακίας και του ευκαλύπτου.
Η κατανομή των διαφόρων φυτικών σχηματισμών είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με την κατανομή των βροχοπτώσεων, η σπανιότητα των οποίων δικαιολογεί τη διάδοση, σε μεγάλο μέρος της ηπείρου, πολυάριθμων ξηρόφιλων ειδών. Τα δάση καλύπτουν, αντίθετα, μόνο το 5% της επιφάνειας της Α. Η βόρεια Α. και οι ΒΑ ακτές, σχεδόν μέχρι το Μπρίζμπεϊν, καλύπτονται από το τροπικό ή μουσωνικό δάσος, που μερικές φορές αποκτά ισημερινό χαρακτήρα. Το δάσος αυτό σχηματίζει ένα πυκνό σύμπλεγμα αειθαλών φυτών με μια παρυφή μαγκρόβιων σχηματισμών κατά μήκος των παραλίων. Φτέρες, λιάνες και μπαμπού φυτρώνουν εκεί με μια χλωρίδα πλούσια και ποικιλόχρωμη, στην οποία ξεχωρίζουν οι ορχιδέες. Από το τροπικό δάσος περνάμε προοδευτικά στο δάσος της νότιας εύκρατης ζώνης, που καλύπτει τα ορεινά υψίπεδα της Μεγάλης Οροσειράς έως την Τασμανία. Εκεί αφθονούν ακόμα τα φοινικόφυλλα και οι γιγαντιαίες φτέρες, ενώ στο πυκνό υποδάσος δεσπόζουν οι ευκάλυπτοι, μερικά δείγματα των οποίων ξεπερνούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις το ύψος των 100 μ. Περιορισμένος στο ΝΔ άκρο της ηπείρου (μεταξύ Περθ και Άλμπανι) και γύρω στους στενούς κόλπους Σπένσερ και Σεν Βίνσεντ, υπάρχει ένας σχηματισμός τύπου λόχμης, με επικράτηση ξηρόφιλων φυτών (σε αρμονία με τα μεσογειακά χαρακτηριστικά του τοπικού κλίματος) και αξιοσημείωτη αφθονία ευκαλύπτων. Πέρα από τη λωρίδα των δασών, περνάμε, προς το εσωτερικό της ηπείρου, σε σχηματισμούς σαβάνας, που παίρνουν την εμφάνιση αραιών δασών, όπως στη λεκάνη του Μάρεϊ-Ντάρλινγκ. Το έδαφος δεν έχει ποώδη επικάλυψη, αφού η υγρασία του απορροφάται τελείως από τα δέντρα. Μερικές φορές η σαβάνα παρουσιάζει, αντίθετα, την όψη γυμνού λειμώνα διάσπαρτου με μικρά δάση από ακακίες και συστάδες ακανθωδών φυτών. Είναι το λεγόμενο bush, που καλύπτει μεγάλες εκτάσεις εδάφους από τη λεκάνη του Ντάρλινγκ έως τα υψίπεδα του Κίμπερλι από τη μια πλευρά και την πεδιάδα Νάλαρμπορ από την άλλη.
Η στέπα (scrub) είναι αναπτυγμένη κατά μήκος των ανατολικών ακτών και στις πιο εσωτερικές ζώνες· αποτελείται από ένα πυκνό σύμπλεγμα θάμνων όπου επικρατούν οι ευκάλυπτοι-νάνοι ή οι ακανθώδεις ακακίες, επικίνδυνες τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τα ζώα. Τέλος, η καθαυτή έρημος είναι ελάχιστα αναπτυγμένη. Οι αμμώδεις θίνες σταθεροποιούνται από ακανθώδεις πόες, και πολλές από εκείνες τις ζώνες που στον χάρτη έχουν την ονομασία της ερήμου είναι στην πραγματικότητα καλυμμένες από το scrub. Σε άλλες περιπτώσεις η βλάστηση καταφεύγει προπάντων στον πυθμένα των creeks.
Η απομόνωση στην οποία βρισκόταν η Α. κατά τη διάρκεια των γεωλογικών εποχών επηρέασε καθαρά και την πανίδα της, έτσι που να παρουσιάζει σήμερα τουλάχιστον 160 είδη θηλαστικών που έχουν εξαφανιστεί ή είναι άγνωστα στις άλλες ηπείρους. Τυπικό στοιχείο της πανίδας είναι τα μαρσιποφόρα, με μεγαλύτερο και γνωστότερο δείγμα το καγκουρό, του οποίου υπάρχουν πενήντα τουλάχιστον ποικιλίες· άλλα μαρσιποφόρα, που έχουν στην κοιλιά τον χαρακτηριστικό θύλακο, είναι το κάσκας, που ζει στις βόρειες περιοχές, και το ουόλαμπι των άγονων ζωνών, που ακριβώς γι’ αυτό έχει τα πέλματα των ποδιών τυλιγμένα σε ένα είδος μαξιλαριού από δέρμα που το κάνει να μη γλιστρά στους βράχους.
Ανάμεσα στα ενδημικά θηλαστικά αξίζει να αναφέρουμε το κοάλα (ή αυστραλιανό αρκουδάκι), συγγενές με το οπόσουμ, που τρέφεται με φύλλα ευκαλύπτου· κοινός είναι επίσης ένας τύπος οπόσουμ με πολύ μακριά ουρά. Λείπουν, αντίθετα, στην Α. τα μεγάλα σαρκοφάγα των άλλων ηπείρων. Το μοναδικό επιθετικό ζώο είναι ο ντίνγκο, ένας άγριος σκύλος που θεωρείται όμως ότι εισήχθη πιθανότατα από τις περιοχές του Θιβέτ. Πολυάριθμα είναι τα χειρόπτερα, οι μυρμηγκοφάγοι, οι παγκολίνοι και οι αρμαδίλοι. Τυπικά ζώα της Α. είναι τα μονοτρήματα, που παρέμειναν σε ένα στάδιο μετάβασης μεταξύ πρωτόγονου αμφίβιου και θηλαστικού. Στην τάξη αυτή ανήκουν η έχιδνα (δεν πρέπει να συγχέεται με το ομώνυμο φίδι) και η προέχιδνα, που τρέφονται αποκλειστικά με έντομα και με μικρά ψάρια, και ο ορνιθόρρυγχος, ζώο με τριχωτό σώμα όπως του σκύλου, ράμφος πάπιας και πόδια εφοδιασμένα με νηκτικές μεμβράνες, που τρέφεται αποκλειστικά με ψάρια και πρέπει να ανεβαίνει στην επιφάνεια για να αναπνέει. Τα μονοτρήματα είναι ωοτόκα. Εφιαλτικές μορφές έχουν πολυάριθμες σαύρες, όπως η λεγόμενη γενειοφόρος σαύρα που έχει έναν τεράστιο πρόλοβο όπου βάζει το φαγητό το οποίο τρώει ύστερα με ησυχία στη φωλιά της. Γιγαντιαίες σαύρες που ανήκουν στο γένος βάρανος είναι κοινές στις εύκρατες περιοχές και είναι γνωστές με το όνομα γκοάνα, παραφθορά του ιγκουάνα. Τα ερπετά αντιπροσωπεύονται από τουλάχιστον 140 είδη, είκοσι περίπου από τα οποία είναι δηλητηριώδη. Στα νερά των τροπικών θαλασσών ζουν δύο είδη κροκοδείλων και οι θαλάσσιες χελώνες.
Μεγάλη και ποικίλη είναι η πανίδα των πτηνών, όπου κυριαρχεί το εμού, που είναι ίσως το πιο πρωτόγονο πουλί που υπάρχει. Δεν μπορεί να πετάξει και ζει στις πεδιάδες και στους ανοιχτούς τόπους. Ανάμεσα στα καλοβατικά είναι διαδεδομένα τα γιγαντιαία τζαμπιρού ή κύκνοι με μαύρο λαιμό, τα μπρόλγκα, με τα πολύ λεπτά πόδια, οι ερωδιοί και οι πάπιες. Κατά μήκος των ακτών ζουν πελεκάνοι. Ωραιότατοι είναι οι αυστραλιανοί παπαγάλοι.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ποικιλία των ψαριών, προπάντων κατά μήκος της ανατολικής ακτής που βρέχεται από τα θερμά ισημερινά ρεύματα τα οποία κατεβαίνουν από τα βόρεια, γεμάτα καρχαρίες. Το Μεγάλο Κοραλλιογενές Φράγμα, τέλος, συγκεντρώνει τους μεγαλύτερους κοραλλιογενείς και μαδρεπορικούς σχηματισμούς των τροπικών θαλασσών.
Όπως η χλωρίδα, έτσι και η πανίδα της Α. υπέστη διάφορες αλλαγές που προκλήθηκαν κυρίως από την επέμβαση των Ευρωπαίων: το κυνήγι, οι καλλιέργειες και η κτηνοτροφία είχαν αποτέλεσμα να εξαφανιστούν πολυάριθμα ιθαγενή είδη. Μια από τις συνέπειες του κλίματος και της μορφολογίας της αυστραλιανής ηπείρου είναι η μεγάλη ένδεια του υδρογραφικού δικτύου, που αποδεικνύει τη γενική ξηρασία της γης αυτής. Πράγματι, τα δύο τρίτα της δεν έχουν ροή προς τη θάλασσα. Οι αρροϊκές περιοχές, με στεπικό-ερημικό κλίμα, της κεντροδυτικής Α. αποκαλύπτουν ωστόσο την παρουσία αρχαίων ποταμών (creeks), που μαρτυρούν ένα κλίμα πολύ διαφορετικό κατά το παρελθόν. Οι κοίτες των ποταμών αυτών γεμίζουν μόνο όταν πέφτουν σφοδρές νεροποντές. Οι ενδορροϊκές περιοχές χαρακτηρίζονται, αντίθετα, από ένα πολύ ακανόνιστο υδρογραφικό δίκτυο, διαιρεμένο σε πολλές μικρές λεκάνες, που αποστραγγίζονται μονάχα κατά τη διάρκεια των βροχερών εποχών. Τα νερά συγκεντρώνονται γενικά σε μικρά βαθύπεδα που καταλαμβάνονται από λίμνες (υπάρχουν πάνω από 700). Αυτές, στην πραγματικότητα, είναι μεγάλες εκτάσεις λάσπης, καλυμμένες συχνά από μια αλατοφόρα κρούστα που σχηματίζεται ύστερα από την ισχυρή εξάτμιση. Η ΝΔ Α. είναι γεμάτη από τέτοιες λίμνες, μερικές από τις οποίες έχουν αρκετά μεγάλες διαστάσεις (λίμνη Μπάρλι, λίμνη Κάουαν κ.ά.). Η πιο εκτεταμένη αυστραλιανή κλειστή λεκάνη είναι ωστόσο της λίμνης Έιρ, στην οποία χύνονται ποταμοί με περιοδικό ρου, όπως ο Ντιαμαντίνα, ο Κούπερ Κρικ κ.ά. Η λίμνη, που έχει έκταση περίπου 9.600 τ. χλμ., καταλαμβάνει τον πυθμένα ενός απόλυτου βαθυπέδου και η επιφάνειά της βρίσκεται 12 μ. κάτω από τη στάθμη της θάλασσας.
Μια εξωροϊκή υδρογραφία υπάρχει τέλος κατά μήκος της δυτικής παράκτιας λωρίδας (μεταξύ 2° και 35° νότιου γεωγραφικού πλάτους), κατά μήκος της βόρειας (από τη χερσόνησο Ντάμπιερ έως το ακρωτήριο Γιορκ) και κατά μήκος όλων των ανατολικών ακτών. Πρόκειται, ωστόσο, για πολύ σύντομους ποταμούς, όπως εκείνοι που κατεβαίνουν από τις πλαγιές της Μεγάλης Οροσειράς, με αξιοσημείωτη κλίση και με ακανόνιστο ρου, συνδεδεμένο με την παροχή των βροχών (με εξαίρεση εκείνους που ρέουν σε περιβάλλον με ωκεάνιο κλίμα).
Η μοναδική μεγάλη ποτάμια λεκάνη είναι του Μάρεϊ-Ντάρλινγκ, που αποστραγγίζει τις ΝΔ πλαγιές της Μεγάλης Οροσειράς και έχει έκταση 1.000.000 τ. χλμ. Ο Ντάρλινγκ έχει μήκος περίπου 2.400 χλμ. και μάλλον ακανόνιστη παροχή, με ανόδους των νερών του κυρίως το καλοκαίρι. Πριν από τη συμβολή με τον Μάρεϊ η παροχή του μειώνεται αισθητά, τόσο εξαιτίας της εξάτμισης (στο τμήμα αυτό, εξάλλου, δέχεται ελάχιστους παραποτάμους) όσο και εξαιτίας της διαπερατότητας του εδάφους. Ο Μάρεϊ, μήκους 1.790 χλμ., συγκεντρώνει τα νερά που κατεβαίνουν από τις Αυστραλιανές Άλπεις και έχει πιο κανονική παροχή. Στο σύνολό τους, οι δύο ποταμοί, που με τις πλημμύρες τους προκαλούν μερικές φορές καταστρεπτικές προσχώσεις, είναι ελάχιστα πλωτοί. Το κοινό τμήμα τους εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό με έναν μακρύ ποταμόκολπο.
Η σπανιότητα των βροχοπτώσεων και του υδρογραφικού δικτύου της Α. αντισταθμίζεται από την παρουσία πολυάριθμων και εκτεταμένων αρτεσιανών λεκανών, που βρίσκονται γενικά σε περιφερειακή θέση σε σχέση με την προκάμβρια ασπίδα, σε αντιστοιχία με τις περιοχές παλαιοζωικής και μεταπαλαιοζωικής ιζηματαπόθεσης. Ανάμεσα στα άλλα, οι υπόγειες αυτές υδάτινες φλέβες, που σήμερα γίνεται πλήρης εκμετάλλευσή τους, τροφοδοτούν –σε αντιστοιχία με τις ανατολικές πεδιάδες– μια κολοσσιαία αρτεσιανή λεκάνη, με έκταση πάνω από 1.500.000 τ. χλμ., εξαιρετικής σπουδαιότητας για τις γεωργικές δραστηριότητες.Η ΝΔ περιοχή είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη. Το ΝΔ τμήμα, που αποτελεί μέρος της μεγάλης πολιτείας της Δυτικής Α., αποτελεί ένα πραγματικό δημογραφικό νησί, απομακρυσμένο καθώς είναι από το υπόλοιπο της λεγόμενης ωφέλιμης Α. Γεωλογικά, η περιοχή αυτή αποτελεί το κράσπεδο της αρχαίας κρυσταλλικής προκάμβριας βάσης, που ανυψώθηκε και κατακερματίστηκε, και σήμερα ορίζεται από μια σειρά ρηγμάτων που δεσπόζουν στη στενή και ακανόνιστη παράκτια πεδιάδα, στη βάση των ανάγλυφων της οροσειράς Ντάρλινγκ και της οροσειράς Στέρλινγκ. Οι ποταμοί που τη διαρρέουν είναι σύντομοι. Ανάμεσά τους ο Σουάν, που διαρρέει μια πεδιάδα πλάτους περίπου 30 χλμ. και στις εκβολές του οποίου βρίσκονται οι πόλεις Περθ και Φρίμαντλ.
Η ανθρώπινη εγκατάσταση στο τμήμα αυτό της Α. οφείλεται στις κλιματικές της συνθήκες, σχεδόν μεσογειακού τύπου. Οι βροχοπτώσεις, άφθονες τον χειμώνα (600-800 χιλιοστά), ευνόησαν την ανάπτυξη ωραίων δασών ευκαλύπτων, ενώ στις ωκεάνιες πλαγιές οι εύφορες προσχώσεις της παράκτιας πεδιάδας επέτρεψαν τη δημιουργία μιας εντατικής γεωργίας και, τοπικά, μιας κτηνοτροφίας βοοειδών για την παραγωγή γάλακτος και κρέατος. Το ψυχρό περιανταρκτικό ρεύμα ευνόησε επίσης την αλιεία, που εφαρμόζεται προπάντων από Ευρωπαίους μετανάστες.
Η ισοΰετος των 250 χιλιοστών τον χρόνο μπορεί να θεωρηθεί ως το όριο των περιοχών με ερημικά χαρακτηριστικά. Αποτέλεσμα είναι μια εκτεταμένη ζώνη μήκους 3.000 χλμ., από τη λεκάνη του Κάρναρβον έως τον ρου του Ντάρλινγκ, και πλάτους 1.000 χλμ., που αντιστοιχεί περίπου στα δύο πέμπτα της ηπείρου. Στη σπανιότητα και στο ακανόνιστο των βροχοπτώσεων προστίθενται και οι υπερβολές της θερμοκρασίας, που ξεπερνά συχνά το καλοκαίρι τους 38°C, ενώ τόσο τον χειμώνα όσο και κατά τη νύχτα μπορεί να κατεβεί κάτω από το μηδέν. Εκτός από τα χαρακτηριστικά αυτά, κοινά και σε άλλες ερημικές περιοχές της Γης, η αυστραλιανή έρημος παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία όψεων. Η πιο τυπική και πιο εκτεταμένη είναι η βραχώδης έρημος, με γρανιτικούς όγκους και κορυφές χαλαζίτη, όπως εκείνη στην περιοχή της Άλις Σπρινγκς και των ορέων Μακντόνελ.
Η εκτεταμένη βόρεια περιοχή, όχι ακριβώς ερημική, αλλά σχεδόν ακατοίκητη, μπορεί να θεωρηθεί ότι ορίζεται, εκτός από τις ακτές, από τον παράλληλο των 20°. Από γεωλογική άποψη, στο τμήμα αυτό της Α. οι αναδύσεις της προκάμβριας μάζας εναλλάσσονται με ανάγλυφα απαλαχιανού τύπου (όρος Άιζα), που σπάνια ξεπερνούν το ύψος των 600 μ. και με τη σειρά τους εναλλάσσονται με ιζηματογενείς λεκάνες (λεκάνη Κάνινγκ). Από κλιματολογική άποψη, επικρατούν τροπικές συνθήκες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην παροχή των βροχοπτώσεων (κυρίως θερινών και ανώτερων των 1.000-1.500 χιλιοστών ετησίως), τα οποία τείνουν να ελαττωθούν βαθμιαία προς τα νότια (η ισοΰετος των 500 χιλιοστών περνά λίγο βορειότερα του παραλλήλου των 20°). Η βλάστηση αποτελείται από το τυπικό τροπικό δάσος, στο οποίο επικρατούν οι αειθαλείς ευκάλυπτοι.
Η περιοχή που σε γενικές γραμμές αντιστοιχεί στις λεκάνες του Μάρεϊ και του Ντάρλινγκ φιλοξενεί μερικές από τις κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της ηπείρου: την καλλιέργεια του σιταριού και την κτηνοτροφία των βοοειδών που προσαρμόζονται στο ξηρό κλίμα της σαβάνας και του λειμώνα, καθώς και την πιο εκτεταμένη αρτεσιανή λεκάνη, με όλα τα αρδευτικά συγκροτήματα που τροφοδοτεί. Η μορφολογία του εδάφους είναι μάλλον στοιχειώδης. Παντού επικρατεί το οριζόντιο των δευτερογενών σχηματισμών, ενώ προς τα ανατολικά διαγράφονται οι πλαγιές της Μεγάλης Οροσειράς· στα δυτικά, μια ανύψωση της από κάτω προκάμβριας μάζας αποτελεί τον σκελετό των ανάγλυφων που περιβάλλουν το Μπρόουκεν Χιλ. Οι φυσικές συνθήκες είναι ωστόσο καλύτερα καθορισμένες, υπό κλιματολογική έννοια, και ιδιαίτερα από τις βροχοπτώσεις, που τείνουν να μειωθούν γρήγορα προς το εσωτερικό (μέχρι κάτω από τα 250 χιλιοστά ετησίως), με περιόδους μακράς ξηρασίας. Σε ένα ωκεάνιο μέτωπο περίπου 2.500 χλμ. αναπτύσσεται από τη χερσόνησο Έιρ έως τον παράλληλο των 30° (νότια του Μπρίζμπεϊν) η καρδιά της Α., όπου βρίσκονται οι μητροπόλεις της και ζει σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού. Αυτό οφείλεται προπάντων στο κλίμα που, με τον εύκρατο ωκεάνιο χαρακτήρα του, επαναλαμβάνει θαυμάσια τις συνθήκες της πατρίδας των πρώτων αποίκων της γης αυτής.
Χωρισμένη από την ήπειρο με το στενό Μπας, η Τασμανία αποτελεί ένα τελείως χαρακτηριστικό περιβάλλον. Σταθερά υπό την επίδραση των δυτικών ανέμων, έχει κλίμα καθαρά ωκεάνιο, με βροχές σε όλους τους μήνες του χρόνου (ξεπερνούν στο σύνολο τα 1.000-1.500 χιλιοστά) και ασθενείς θερμικές διακυμάνσεις, που επιτρέπει την καλλιέργεια του εδάφους.
Το αρχιπέλαγος των Κόκος (ή Κίλινγκ) περιλαμβάνει δύο ατόλες, αποτελούμενες από 27 κοραλλιογενή νησιά που βρίσκονται στον Ινδικό ωκεανό, 2.750 χλμ. ΒΔ του Περθ και περίπου 1.000 χλμ. ΝΔ της Σουμάτρας. Έχουν συνολική έκταση 14,2 τ. χλμ., είναι πεδινά, λίγο ψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας, και καλύπτονται από πυκνή βλάστηση, στην οποία επικρατούν οι κοκκοφοίνικες (απ’ όπου και η ονομασία τους). Η πανίδα περιλαμβάνει πολυάριθμες ποικιλίες τροπικών ψαριών και πουλιών.
Η μικρότερη ατόλη (Βόρειο Κίλινγκ) αποτελείται από ένα μόνο ακατοίκητο νησάκι, που περιβάλλεται ολόκληρο από έναν κοραλλιογενή σκόπελο. Λίγο νοτιότερα βρίσκεται η μεγαλύτερη ατόλη (Νότιο Κίλινγκ)· αυτή περιλαμβάνει τα κυριότερα νησιά Γουέστ, Χόουμ, Ντιρέξιον (τα μόνα κατοικημένα), Χόρσμπουργκ και Σάουθ που, με τα άλλα μικρότερα, περιβάλλουν μια λιμνοθάλασσα με μέγιστο βάθος 20 μ. Το κλίμα είναι αρκετά ομοιόμορφο· η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 20-30οC, ενώ οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 1.700 χιλιοστά τον χρόνο. Μερικές φορές τα νησιά πλήττονται από σφοδρές καταιγίδες, ενώ για μεγάλο μέρος του χρόνου δέχονται τους ΒΑ αληγείς. Τα νησιά ανακαλύφθηκαν το 1609 από τον Κίλινγκ και παρέμειναν ακατοίκητα έως το 1826, όταν εγκαταστάθηκε σε αυτά ένας Άγγλος, ο Α. Χερ. Τον επόμενο χρόνο (1827) ο Σκοτσέζος Τζ. Κλάνις-Ρος, αφού στρατολόγησε έναν ορισμένο αριθμό Μαλαίων, αποβιβάστηκε στα νησιά και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια του κοκκοφοίνικα. Τα Κόκος έγιναν βρετανική κτήση το 1857 και εξαρτήθηκαν στη συνέχεια διοικητικά από τον κυβερνήτη της Κεϋλάνης αρχικά (1878) και ύστερα από τον κυβερνήτη της Σιγκαπούρης (1903) και παρέμειναν έτσι έως το 1955. Σήμερα, στα Κόκος ζουν 586 άτομα. Κυριότερη δραστηριότητα είναι η παραγωγή κόπρας. Στο νησί Γουέστ λειτουργεί από το 1945 διεθνές αεροδρόμιο, σταθμός ανεφοδιασμού των αεροπλάνων που συνδέουν την Α. με την Ασία.
Το Νησί των Χριστουγέννων (Κιριμάτι), έδαφος της Κοινοπολιτείας της Α. από το 1958, βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, 400 χλμ. νότια του δυτικού άκρου του νησιού Ιάβα. Ανακαλύφθηκε την ημέρα των Χριστουγέννων (εξ ου και η ονομασία) του 1644 από τον Άγγλο θαλασσοπόρο Μάινορς. Έως το 1958 ήταν εξάρτηση της Σιγκαπούρης. Αναδυόμενο τμήμα ενός υποβρύχιου ηφαιστείου, το νησί αποτελείται από ασβεστόλιθους με παρεμβολή στρωμάτων ηφαιστειογενών πετρωμάτων και έχει έκταση 135 τ. χλμ. Περιβάλλεται ολόκληρο από έναν ψηλό σκόπελο που διακόπτεται μονάχα σε ορισμένα σημεία, ένα από τα οποία, το Φλάινγκ Φις Κόουβ, στο ΒΑ τμήμα, όπου βρίσκεται επίσης ο κυριότερος οικισμός, αντιπροσωπεύει το μοναδικό ασφαλές σημείο προσέγγισης πλοίων. Η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται γύρω στους 28°C, ενώ οι βροχοπτώσεις, πιο άφθονες τους καλοκαιρινούς μήνες, φτάνουν τα 2.000 χιλιοστά. Ο πληθυσμός είναι πολύ ετερογενής: 1.275 άτομα (Κινέζοι, Μαλαίοι και Ευρωπαίοι), που ασχολούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος με την εξόρυξη των φωσφάτων ασβεστίου (842.000 τόνοι το 1987, από το κοίτασμα του Σάουθ Πόιντ), που εξάγονται μέσω θαλάσσης στην Α. και στη Νέα Ζηλανδία.
Το νησί Νόρφοκ βρίσκεται στη Θάλασσα Τάσμαν, περίπου 1.700 χλμ. Α-ΒΑ του Σίδνεϊ. Ανακαλύφθηκε από τον Κουκ το 1774 και είχε το καθεστώς χωριστής αποικίας έως το 1896, όταν έγινε εξάρτηση της Νέας Νότιας Ουαλίας. Το 1914 περιήλθε υπό την άμεση δικαιοδοσία της κυβέρνησης της Α. Πρωτεύουσα είναι η Κίνγκστον. Ηφαιστειογενούς προέλευσης, το Νόρφοκ έχει το σχήμα ακανόνιστης έκλειψης. Έχει έκταση 36,3 τ. χλμ. Στο εσωτερικό τμήμα του είναι ελαφρά κυματοειδές και η ψηλότερη κορυφή του, το όρος Μπέιτς, φτάνει τα 317 μ. Οι ακτές του, που εκτείνονται επί τριάντα χιλιόμετρα, είναι ψηλές, απόκρημνες και αλίμενες, εκτός από δύο σύντομα τμήματα στο νότιο (κόλπος του Σίδνεϊ) και στο βόρειο άκρο (κόλπος Κασκέιντ). Το κλίμα είναι ήπιο και ομοιόμορφο, με μέση θερμοκρασία 20°C. Οι βροχοπτώσεις, καλά κατανεμημένες κατά τη διάρκεια του χρόνου, ξεπερνούν τα 1.400 χιλιοστά. Χαρακτηριστικό της χλωρίδας του νησιού είναι το λεγόμενο πεύκο του Νόρφοκ, που μπορεί να φτάσει το ύψος των 70 μ. Όταν το νησί, που αρχικά ήταν ακατοίκητο, έγινε βρετανική αποικία καταδίκων (η πρώτη με το Σίδνεϊ) από το 1788 έως το 1813 και ακόμα από το 1826 έως το 1855, μεταφέρθηκαν εκεί τον επόμενο χρόνο 194 κάτοικοι από το πυκνοκατοικημένο νησί Πίτκερν, απόγονοι των στασιαστών του βρετανικού πλοίου Μπάουντι και Ταϊτινών γυναικών. Σήμερα, στο νησί ζουν 2.367 άτομα, που ασχολούνται με τις κυβερνητικές υπηρεσίες, τη γεωργία (καφές, μπανάνες, ανανάδες), την αλιεία και τον τουρισμό. Ένα λιμάνι και ένας αερολιμένας, που κατασκευάστηκε το 1943, τη συνδέουν με την Α. και τα άλλα κοντινά νησιά.
Το έδαφος των νησιών της θάλασσας των Κοραλλιών (Coral Sea Ιslands Τerritory) δημιουργήθηκε το 1969· μέρος του αποτελούν τα νησιά της συστάδας Γουίλις, το νησί Κάτο και το νησί Τσίλκοτ, στη συστάδα των Κορίνγκα. Όλα τα νησιά αυτά βρίσκονται στα ανοιχτά των ακτών της Κουίνσλαντ, 450 χλμ. Α της Τάουνσβιλ. Η ηγεμονία των Αυστραλών στα νησιά αποκτήθηκε σε διαφορετικές εποχές. Μόνο σε ένα νησί της συστάδας Γουίλις είναι εγκαταστημένη μια επιστημονική ομάδα (σε έναν μετεωρολογικό σταθμό). Τα άλλα νησιά είναι ακατοίκητα.
Τα νησιά Χερντ και Μακ Ντόναλντ, που παραχωρήθηκαν στην Α. από τη Μεγάλη Βρετανία το 1947, βρίσκονται στον νότιο Ινδικό ωκεανό, 4.000 χλμ. ΝΔ της Α. Βραχώδη, έχουν ακτές ψηλές και απόκρημνες. Το νησί Χερντ είναι ηφαιστειογενούς φύσης· με μήκος λίγο μεγαλύτερο των 40 χλμ. και πλάτος 20, έχει έκταση περίπου 200 τ. χλμ., σχήμα ελλειπτικό και καταλήγει προς τα ΒΔ σε μια απόφυση (χερσόνησος Λόρενς). Στο κέντρο του νησιού υψώνεται το όρος Μόσον (2.745 μ.), από τις πλαγιές του οποίου κατεβαίνουν πολυάριθμες γλώσσες πάγου. Στο νησί, που ανακαλύφθηκε το 1853 από τον Αμερικανό θαλασσοπόρο Τζ. Χερντ, κατασκευάστηκε το 1947 ένας σταθμός επιστημονικών ερευνών, που αποτελεί τη μοναδική ανθρώπινη εγκατάσταση, αν και όχι μόνιμη. Λίγο βορειότερα του νησιού Χερντ βρίσκεται το νησάκι Σαγκ, ενώ σε απόσταση 40 χλμ., στα δυτικά, βρίσκονται τα μικρά νησιά Μακ Ντόναλντ.
Τα ακατοίκητα νησιά Άσμορ και Καρτιέ, που βρίσκονται στον Ινδικό ωκεανό, στα ανοιχτά των ΒΔ ακτών της Α., προσαρτήθηκαν από το 1938 στο Βόρειο Έδαφος. Τα νησιά Άσμορ (Μεσαίο, Ανατολικό και Δυτικό Νησί), που βρίσκονται περίπου 850 χλμ. Δ του Ντάρβιν, περιβάλλονται από ένα κοραλλιογενές φράγμα, στα όρια του οποίου έχουν έκταση περίπου 150 τ. χλμ. Στο Δυτικό Άσμορ (Γουέστ) λειτουργεί από το 1962 ένας αυτόματος μετεωρολογικός σταθμός. Το νησί Καρτιέ, που περιβάλλεται και αυτό από κοραλλιογενές φράγμα, έχει έκταση 40 τ. χλμ.
Το νησί Μεκουόρι, με τέσσερα μικρότερα νησάκια, βρίσκεται στον ΝΑ Ινδικό ωκεανό, περίπου 1.400 χλμ. ΝΑ της Τασμανίας. Με σχεδόν ορθογώνιο σχήμα, έχει έκταση 176 τ. χλμ. Οι ακτές του, ύψους μέχρι 200 μ., είναι απόκρημνες. Το κεντρικό τμήμα καταλήγει στα 433 μ. με το όρος Χάμιλτον. Το νησί αποτελείται από εκρηξιγενή πετρώματα, τόσο διεισδυτικά (γάββροι) όσο και εκχυτικά. Η παρουσία μερικών μικρών λιμνών, μοραινών και πλανήτων βράχων μαρτυρεί μια παγετωνική δραστηριότητα. Ισχυροί άνεμοι που προέρχονται από τα δυτικά πλήττουν σταθερά το νησί, στο οποίο πέφτουν ετήσια περίπου 1.300 χιλιοστά βροχής. Η μέση ετήσια θερμοκρασία μόλις ξεπερνά τους 4°C. Η βλάστηση περιλαμβάνει αγρωστοειδή και θάμνους. Η πανίδα περιλαμβάνει πουλιά, πιγκουίνους και θαλάσσιους ελέφαντες. Στο νησί πηγαίνουν μερικοί ψαράδες και το προσωπικό ενός σταθμού επιστημονικών ερευνών που δημιουργήθηκε εκεί το 1948.
Το νησί Λορντ Χάου βρίσκεται στη θάλασσα Τάσμαν, περίπου 700 χλμ. από το Σίδνεϊ προς τα ΒΑ, και διοικητικά αποτελεί εξάρτηση της Νέας Νότιας Ουαλίας. Έχει έκταση μόλις 13 τ. χλμ. και είναι ηφαιστειογενούς προέλευσης, καθώς αποτελείται από εκχυτικά πετρώματα (προπάντων βασάλτες)· οι μεγαλύτερες κορυφές του είναι το όρος Γκόουερ (863 μ.) και το όρος Λίτζμπερντ (776 μ.). Η δυτική ακτή του νησιού κρασπεδώνεται από κοραλλιογενείς σκοπέλους. Το ήπιο κλίμα και οι άφθονες βροχοπτώσεις ευνόησαν την ανάπτυξη μιας πλούσιας βλάστησης, στην οποία επικρατούν δενδρώδεις φτέρες και φοίνικες. Το νησί, που ανακαλύφθηκε το 1788 από τον Άγγλο Μπολ ο οποίος περιέπλεε το νησί Νόρφοκ, έως το 1834 παρέμεινε ακατοίκητο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν σε αυτό, σε διάφορες φάσεις, πυρήνες Αυστραλών κτηνοτρόφων και, όπως φαίνεται, μερικοί ναυαγοί και λιποτάκτες. Στο Λορντ Χάου υπάρχει ένας μετεωρολογικός σταθμός και ραντάρ.Όπως μαρτυρούν οι σκελετοί που βρέθηκαν, οι πρώτοι κάτοικοι της Α. ήταν ψηλόλιγνοι και είχαν πολλά κοινά σωματικά χαρακτηριστικά με τους πρωτόγονους λαούς της ασιατικής ηπείρου που επιζούν ακόμα και σήμερα, είτε στις Ινδίες (Βέδοι) είτε στη χερσόνησο της Μαλαισίας (Σακάι). Πιστεύεται ότι οι πρώτες ομάδες είτε έφτασαν με πρωτόγονες σχεδίες διασχίζοντας τη θάλασσα της Σούνδης είτε περνώντας από τη Νέα Γουινέα, αφού διάβηκαν με τα πόδια το στενό του Τόρες που δεν είχε ακόμα σκεπαστεί από τα νερά του Ειρηνικού ωκεανού.
Οι πληθυσμοί εξακολούθησαν να μεταναστεύουν ακόμα και όταν έφτασαν στην ήπειρο της Α. Κινήθηκαν στην ανατολική πλευρά κατά μήκος της σημερινής Κουίνσλαντ έως τον Τροπικό και τα οροπέδια της σημερινής πολιτείας της Βικτορίας και εγκαταστάθηκαν κυρίως κατά μήκος του ποταμού Μάρεϊ. Στα δυτικά διέσχισαν τη Γη του Άρνεμ και τη χερσόνησο του Κίμπερλι και εγκαταστάθηκαν για αρκετό καιρό μεταξύ της οροσειράς Χάμερσλι και του όρμου των Καρχαριών. Άλλες ομάδες προχώρησαν προς τα νότια και κατοίκησαν στη ΝΔ άκρη της ηπείρου, μεταξύ των σημερινών πόλεων Περθ και Άλμπανι. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία τους σε ερημικές περιοχές της κεντρικής Α., εκείνα τα χρόνια σαφώς λιγότερο άγονες και αφιλόξενες. Τα κρανία που βρέθηκαν στα βουνά Μακντόνελ μαρτυρούν την παρουσία του ανθρώπου σε αυτή τη ζώνη, στη λίθινη εποχή.
Εκτός από την Α. κατοικήθηκε και το νησί Τασμανία. Έτσι έχουμε σήμερα την αυστραλιανή φυλή και την τασμανική. Οι κάτοικοι (περίπου 200.000-300.000 όταν έφτασαν οι Ευρωπαίοι) λάτρευαν τα τοτέμ και συχνά ήταν ανθρωποφάγοι, ζούσαν χωρισμένοι σε νομαδικές φυλές πατριαρχικού ή μητριαρχικού τύπου, κυρίως στα ανατολικά οροπέδια της Γης του Άρνεμ (όπου και σήμερα ζουν οι περισσότεροι ιθαγενείς) και κατά μήκος της οροσειράς Στέρλινγκ, στα νοτιοδυτικά. Όταν ήρθαν οι λευκοί, με την ανελέητη καταδίωξη που τους έκαναν και τις αρρώστιες που έφεραν μαζί τους, τους αποδεκάτισαν. Σήμερα ζουν σε ειδικές μικρές κοινότητες, κυρίως στο Βόρειο Έδαφος.
Οι Τασμανοί ήταν πρωτόγονος λαός που είχαν πιθανώς έρθει από την Α. πριν ακόμα η Τασμανία χωριστεί από την ήπειρο. Είχαν σωματικά χαρακτηριστικά χονδροειδή και δεν γνώριζαν κανενός τύπου εργαλεία. Το 1840, έπειτα από την πραγματική γενοκτονία που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι Άγγλοι άποικοι στις αρχές του 19ου αι., είχαν απομείνει μόνο 44 από 5.000 που ήταν έναν αιώνα πριν. Μάταια μετά προσπάθησαν οι Άγγλοι να εμποδίσουν τον αφανισμό των γνήσιων Τασμανών· η τελευταία εκπρόσωπός τους (μια γυναίκα 60 ετών) πέθανε το 1877 χωρίς να αφήσει απογόνους. Σήμερα υπάρχουν μόνο μερικά χωριά μιγάδων, από τη διασταύρωση Ευρωπαίων με ιθαγενείς Τασμανούς, στην περιοχή του ακρωτηρίου Μπάρεν.
Δεν είναι ακριβώς γνωστό ποιος από τους θαλασσοπόρους του 16ου αι. πάτησε πρώτος στην ήπειρο της Α. Διακρίθηκαν οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί (ο Λουίς Βάες δε Τόρες το 1606 πέρασε το στενό που φέρει το όνομά του), υποσκελίστηκαν όμως γρήγορα από τους Ολλανδούς. Η ανατολική ακτή εξερευνήθηκε πολύ αργότερα από τον Τζέιμς Κουκ, που ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που έφτασε (23 Αυγούστου 1770) στο σημερινό Σίδνεϊ και το κατέλαβε στο όνομα του βασιλιά της Αγγλίας. Σε λιγότερο από είκοσι χρόνια έφτασαν οι πρώτοι άποικοι, που ήταν καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα και δεσμοφύλακες απεσταλμένοι τόσο μακριά για τιμωρία. Για πολλά χρόνια κανείς δεν προχώρησε στο εσωτερικό· ακόμα και οι ακτές έμειναν περίπου άγνωστες, αν και υπήρξαν πολλοί άλλοι εξερευνητές (Ντάμπιερ, Μπας, Νόιτς, Βανκούβερ, Κινγκ κ.ά.). Τον πρώτο υποτυπώδη χάρτη των ακτών έκανε ο Κινγκ, μόλις το 1824. Η εξερεύνηση του εσωτερικού άρχισε το 1813 από τους Μπλάξλαντ και Λόσον, που έφτασαν πρώτοι στην κεντρική έρημο. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Όξλι έφτασε στις εκβολές του ποταμού Μπρίζμπεϊν. Μετά, ο Ρ. Ντάρλινγκ (που έδωσε το όνομά του στον μεγάλο ποταμό της Α.) και ο Σταρτ εξερεύνησαν το εσωτερικό της σημερινής πολιτείας της Βικτορίας. Ο Γερμανός Λάιχαρτ εξερεύνησε την Κουίνσλαντ· ο ίδιος ήταν και ο πρώτος που διέσχισε όλη την Α. από το Πορτ Μόρετον στην Κουίνσλαντ έως το Πορτ Έσινγκτον στην ακτή του Ινδικού ωκεανού.
Η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση Ευρωπαίων στην Α. έγινε το 1788, από τον κυβερνήτη Φίλιπ κοντά στο σημερινό Σίδνεϊ. Οι άποικοι ήταν 717 άτομα, καταδικασμένα σε ισόβια δεσμά (160 από αυτούς ήταν γυναίκες) και 250 στρατιώτες της φρουράς. Για είκοσι χρόνια η Α. θεωρήθηκε αποικία καταδίκων και μόνο· μετά όμως, όταν ανακάλυψαν στη Νέα Νότια Ουαλία άριστες δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης, έφτασαν εκεί και ελεύθεροι άποικοι. Όταν φάνηκε η απειλή μιας γαλλικής παρέμβασης, η Μεγάλη Βρετανία εγκατέστησε φρουρές κατά μήκος των ακτών, που έγιναν ο πυρήνας των μελλοντικών πόλεων των αποίκων, που έφταναν όλο και πιο πολλοί. Ιδιαίτερα στη ΝΑ ακτή ο αποικισμός προχώρησε πολύ γρήγορα, ίσως γιατί οι ελεύθεροι άποικοι έπαιρναν δωρεάν τη γη και δωρεάν τους παραχωρούσαν έως εργάτες και τους κατάδικους, οι οποίοι έτσι μπορούσαν να ελπίζουν στην απελευθέρωσή τους.
Το 1803 άρχισε η αποίκιση της Τασμανίας από κατάδικους και ελεύθερους κτηνοτρόφους. Σε μικρό χρονικό διάστημα δημιουργήθηκαν παντού αποικίες, στο Πορτ Μόρετον της Κουίνσλαντ (1824), το Άλμπανι (1826), το Περθ (1829), το Πόρτλαντ της Βικτορίας (1834), τη Μελβούρνη (1835). Στα όλο και πιο εκτεταμένα εσωτερικά οροπέδια που καταλάμβαναν οι Ευρωπαίοι αναπτύχθηκε η κτηνοτροφία και μετά η γεωργία· γεννήθηκαν έτσι τα establishments (ράντσα αμερικανικού τύπου με χιλιάδες βόδια και πρόβατα που έφερναν από τη Μεγάλη Βρετανία) και τα stations, εποχικά βοσκοτόπια που είχαν ξηρασία για μερικούς μήνες τον χρόνο ή σκεπάζονταν από το χιόνι. Σιγά σιγά, όταν άρχισαν να φτάνουν άφθονα στην αγγλική αγορά το κρέας και το μαλλί της Α., το ρεύμα των μεταναστών, ιδίως από το 1850 και μετά, έγινε μαζικό φαινόμενο.
Το 1852 έφτασαν 100.000 άποικοι, δημιουργήθηκαν πόλεις και βιομηχανίες για την εκμετάλλευση των μεταλλείων και την καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου, έφεραν εργάτες από την Πολυνησία και τις Φιλιππίνες και, όταν μετά το 1890 αυτό απαγορεύτηκε, στράφηκαν προς τους Ευρωπαίους εργάτες. Η ευρωπαϊκή μετανάστευση στην Α. είχε όμως και περιόδους κρίσης, όπως το 1855-1860, όταν εξαντλήθηκαν τα κοιτάσματα του χρυσού στη Βικτόρια.
Η σημερινή κοινωνία της Α. είναι στο σύνολό της συντηρητική. Ο πληθυσμός είναι ολόκληρος σχεδόν ευρωπαϊκός· από το 1901 ένας ειδικός νόμος θέσπισε την αρχή της αποκαλούμενης λευκής Α. (white Αustralia), εμποδίζοντας τη ροή έγχρωμου εργατικού δυναμικού και ανοίγοντας αντίθετα τις πύλες στη μετανάστευση από τις ευρωπαϊκές χώρες. Αποφεύχθηκε έτσι η μετανάστευση από τις ασιατικές χώρες, αλλά η έλλειψη εργατικών χεριών –ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα– προκαλούσε για αρκετά χρόνια δυσκολίες. Σε σύγκριση με άλλους τόπους μεταναστών, η Α. έχει λοιπόν έναν πληθυσμό ομοιογενή φυλετικώς, αφού υπάρχει απόλυτη ευρωπαϊκή υπεροχή. Σήμερα, οι Βρετανοί αποτελούν το 95% του πληθυσμού και επηρεάζουν την πολιτική, κοινωνική, πνευματική και οικονομική ζωή της χώρας. Από τις άλλες κοινότητες, οι πιο πολυάριθμες είναι η ιταλική, η ελληνική, η γιουγκοσλαβική και ακολουθούν η γερμανική, η ολλανδική, η νεοζηλανδική, η πολωνική, η μαλτέζικη κ.ά. Από τους Ασιάτες υπερτερούν οι Κινέζοι, μετά οι Ινδο-Πακιστανοί, οι Σύριοι, οι Λιβανέζοι, οι Ιάπωνες κ.ά. Οι ιθαγενείς, περίπου 1% του συνόλου, είναι εγκαταστημένοι κυρίως στο Βόρειο Έδαφος, στη Δυτική Α. και στην Κουίνσλαντ. Όλοι είναι Βρετανοί πολίτες και, τουλάχιστον θεωρητικά, έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους λευκούς.Το 1901 η Α. είχε 3.773.800 κατ. (2.556.000 στη Νέα Νότια Ουαλία και στη Βικτόρια, δηλαδή το 68%). Τριάντα χρόνια αργότερα (απογραφή 1933) οι κάτοικοι ήταν 6.630.000 και οι δύο πολιτείες εξακολουθούσαν να υπερτερούν σε πυκνότητα (65%), αν και είχε αρχίσει να προχωρεί πιο γρήγορα και η εγκατάσταση στα δυτικά. Το 1947 έφτασαν τα 7.580.000, ενώ πάνω από πέντε εκατομμύρια ζούσαν και εργάζονταν στις δύο πολιτείες, που σήμερα κατοικούνται από το 62,5% του συνόλου. Το 1975, ο πληθυσμός ήταν 13,5 εκατομμύρια (10,5 εκατ. το 1961 και 12,7 εκατ. το 1971). Το 1993 ανήλθε σε 17.657.400 κατ. και το 2001 σε 19.357.594 κατ. Το προσδόκιμο ζωής είναι 77,02 χρόνια για τους άντρες και τα 82,87 χρόνια για τις γυναίκες.
Τα τελευταία χρόνια, η κίνηση των μεταναστών έχει καμφθεί: το 1975 ήταν 54.000 έναντι 185.000 του 1970, ενώ οι ξένοι που γυρίζουν στις πατρίδες τους έπειτα από μια αρκετά μεγάλη διαμονή στην Α. ελαττώθηκαν λίγο (είναι περίπου 30-40.000). Ο ρυθμός δημογραφικής αύξησης είναι 0,99% (2001). Ίσως αυτό να είναι μια ένδειξη σταθεροποίησης για μια χώρα που μέχρι σήμερα χαρακτηριζόταν από τη μεγαλύτερη κινητικότητα πληθυσμού στον κόσμο, αλλά και η αντανάκλαση της κρίσης και των μέτρων για τον έλεγχο της φυλής και του επαγγέλματος των μεταναστών.
Υπολογίζοντας και τις τεράστιες έρημες εσωτερικές περιοχές, η Α. είναι μια αραιοκατοικημένη χώρα (κατά μέσο όρο 2,5 κάτ. ανά τ. χλμ.). Ακόμα και στις πιο πυκνοκατοικημένες ζώνες, το ποσοστό είναι χαμηλό (7 κάτ. ανά τ. χλμ. στην Τασμανία και τη Νέα Νότια Ουαλία και 20 στη Βικτόρια). Οι εσωτερικές –έρημες και μη– περιοχές είναι ακατοίκητες, αν εξαιρέσουμε λίγους μετεωρολογικούς σταθμούς και σημεία προσέγγισης για την κυκλοφορία. Έτσι, ο μέσος όρος στην πολιτεία της Νότιας Α. είναι 1 κάτ. ανά τ. χλμ., στη Δυτική Α. 1 κάτ. ανά τ. χλμ. και στο απέραντο Βόρειο Έδαφος 0,1 κάτ. ανά τ. χλμ.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (90%) είναι συγκεντρωμένο στις ζώνες των ακτών στα μεγάλα αστικά κέντρα· το εσωτερικό είναι αρκετά κατοικημένο μόνο στην πολιτεία της Βικτορίας και λιγότερο στη Νέα Νότια Ουαλία. Η διείσδυση των πρωτοπόρων προς την καρδιά του αχανούς εδάφους είναι συνδεδεμένη με τις δυνατότητες παραγωγής για την οικονομία, όπως τα μεταλλεία και τα οργανωμένα ράντσα για την κτηνοτροφία.Η αστικοποίηση του πληθυσμού φτάνει σε πολύ υψηλά επίπεδα στην Α. ακριβώς λόγω των συνθηκών της ενδοχώρας καθώς και των βόρειων και δυτικών εδαφών. Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας, σχεδόν όλα σε παράκτιες τοποθεσίες, είναι οι πρωτεύουσες των έξι ομόσπονδων πολιτειών, (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1999) Σίδνεϊ (4.041.400, βλ. λ.), Μελβούρνη (3.417.200, βλ. λ.), Μπρίζμπεϊν (1.601.400, βλ. λ.), Αδελαΐδα (1.092.900, βλ. λ.), Περθ (1.364.200, βλ. λ.) και Χόμπαρτ (194.200, πρωτεύουσα της Τασμανίας), η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του κράτους Καμπέρα (309.900, βλ. λ.), και ακόμα το Νιούκασλ (479.300, βλ. λ.) και η Τάουνσβιλ (127.200), λιμάνι στις ΒΔ ακτές της Νέας Νότιας Ουαλίας.Η οικονομία της Α. αποκτά διαρκώς όλο και πιο σταθερές δομές, σε σχέση με εκείνες που τη χαρακτήριζαν κατά τη μακρά περίοδο εξάρτησης από το βρετανικό εμπορικό σύστημα. Οι προοπτικές για τη μεγάλη αυτή χώρα είναι καλές: η γεωργία και τα ορυχεία διαθέτουν τεράστιο δυναμικό που έχει γίνει εκμετάλλευσή του μόνο κατά ένα μέρος· η διαδικασία εκβιομηχάνισης προχωρεί, έστω και με ορισμένα προβλήματα· το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού είναι πολύ υψηλό, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με το μέσο παγκόσμιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η κυβέρνηση προχώρησε σε μέτρα για τον περιορισμό της ανεργίας. Έγινε επίσης προσπάθεια περιορισμού των κρατικών δαπανών και αλλαγών στην φορολογία. Η Α. είναι πλούσια σε ορυκτά χώρα, έχει αξιόλογο τουρισμό και σημαντικές επενδύσεις στο εξωτερικό (κυρίως στην Ασία).
Με την αγροτική οικονομία ασχολείται το 5,3% του ενεργού πληθυσμού, στον βιομηχανικό τομέα και τον ορυκτό πλούτο απασχολείται το 24%, ενώ οι υπόλοιποι ασχολούνται με τον τομέα των υπηρεσιών (κυρίως τουρισμός) με σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα. Το 2000, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) έφτασε τα 445.800 εκάτ. δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα τα 23.200 δολάρια.Η γεωργία είναι αναπτυγμένη, παρότι εφαρμόζεται μόλις στο 6,6% της συνολικής επιφάνειας της χώρας, με μια μεγάλη διασπορά των παραγωγικών περιοχών· η αύξηση των καλλιεργούμενων εδαφών είναι σχεδόν αδύνατη, λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει η επέκταση της άρδευσης. Το πρόβλημα του νερού –ιδιαίτερα στις χρονιές ξηρασίας– είναι σοβαρό, προπάντων στις περιοχές με μεικτή, γεωργικοποιμενική κτηνοτροφία. Οι καλλιέργειες είναι περιορισμένες στην παράκτια περιοχή της Τασμανίας, στη μεγάλη λωρίδα που εκτείνεται κατά μήκος της ΝΑ ακτής, από την Αδελαΐδα μέχρι τον Τροπικό του Αιγόκερω, στο εσωτερικό μέχρι τη λεκάνη του ποταμού Ντάρλινγκ, και στην Κουίνσλαντ σε ακόμα πιο περιορισμένες περιοχές, όπου καλλιεργούνται τροπικά φυτά.
Το κυριότερο προϊόν της εγχώριας γεωργίας είναι το σιτάρι, διαδεδομένο προπάντων στη νότια εσωτερική πλευρά της Μεγάλης Διαχωριστικής Οροσειράς και στο βόρειο τμήμα της Βικτορίας, στη λεκάνη του ποταμού Μάρεϊ· άλλες περιοχές είναι η ακτή της Νότιας Α. και η εσωτερική πλευρά της οροσειράς Ντάρλινγκ, στην περιοχή του Περθ. Η ετήσια παραγωγή είναι πολύ ασταθής, επειδή επηρεάζεται αισθητά από το κλίμα, ενώ η έκταση της επιφάνειας που καλλιεργείται με σιτάρι ποικίλλει επίσης ανάλογα με τη διεθνή ζήτηση: η μεγαλύτερη έκταση επιτεύχθηκε το 1920, όταν η καλλιέργεια έφτασε ακόμα και σε λιγότερο κατάλληλα εδάφη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σοβαρά φαινόμενα εκφυλισμού του εδάφους· στη συνέχεια οι ειδικοί προτίμησαν να στραφούν σε μια καλύτερη επιλογή των ποικιλιών και στην υιοθέτηση πιο προηγμένων τεχνικών. Παρ’ όλα αυτά, οι αποδόσεις παρέμειναν κατώτερες από εκείνες των άλλων παραγωγών-χωρών σιτηρών του κόσμου.
Τα άλλα δημητριακά παρουσιάζουν μικρότερη σπουδαιότητα. Σημαντική είναι και η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου. Άλλα γεωργικά προϊόντα με μεγάλη παραγωγή είναι το κριθάρι, το κεχρί και το σόργο, που προορίζονται για τη διατροφή των ζώων, καθώς επίσης το ρύζι, που καλλιεργείται κατά μήκος της ανατολικής ακτής. Το καλαμπόκι είναι περιορισμένο σε μερικές αρδευόμενες περιοχές της Βικτορίας και της Νέας Νότιας Ουαλίας, ενώ η βρώμη βρίσκεται σε παρακμή. Ανάμεσα στις καλλιέργειες ειδών διατροφής ολοένα μεγαλύτερη σπουδαιότητα αποκτούν τα κηπευτικά. Διαδεδομένη είναι επίσης η καλλιέργεια των αμπελιών, ιδιαίτερα στην περιοχή του Περθ και σε μερικές αρδευόμενες περιοχές γύρω από τον ποταμό Μάρεϊ. Οι οπωροκαλλιέργειες βρίσκουν τις καλύτερες περιοχές τους στο νότιο τμήμα της Νέας Νότιας Ουαλίας, της Βικτορίας και ιδιαίτερα της Τασμανίας. Τα τροπικά φρούτα προέρχονται όλα από την παράκτια περιοχή της Κουίνσλαντ, ενώ τα εσπεριδοειδή προέρχονται κυρίως από τη Νέα Νότια Ουαλία.
Οι καλλιεργητές είναι ενωμένοι σε συνεταιρισμούς, που ασχολούνται με όλο τον κύκλο παραγωγής και εμπορευματοποίησης του προϊόντος. Η ανάπτυξη της καλλιέργειας του βαμβακιού, που εισήχθη τον 19ο αι. κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, συνεχίζεται. Η Νέα Νότια Ουαλία παράγει μόνη της τα δύο τρίτα της συνολικής εθνικής παραγωγής, ιδιαίτερα στην κοιλάδα του Νάμοϊ. Μικρότερης σημασίας βιομηχανικά φυτά είναι ο καπνός, το λινάρι και τα ελαιούχα, όπως ο ηλίανθος και η σόγια.
Μάλλον μικρή είναι η δασική επιφάνεια, που αποτελεί το 13,8% όλου του εδάφους. Οι καλύτερες δασώδεις περιοχές βρίσκονται στην Τασμανία, στις ανατολικές πλαγιές του νότιου τμήματος της Μεγάλης Διαχωριστικής Οροσειράς, στην παράκτια λωρίδα νότια του Περθ και στην ανατολική ακτή της χερσονήσου του ακρωτηρίου Γιορκ.Η κτηνοτροφία βρίσκει στη χώρα συνθήκες αρκετά ευνοϊκές, χάρη στο ημιάγονο κυρίως κλίμα και στην αφθονία των περιοχών στέπας ή σαβάνας και χάρη στην περιορισμένη διάδοση της γεωργικής ιδιοκτησίας. Όταν η Α., τον 19ο αι., χωριζόταν από τη Μεγάλη Βρετανία από ταξίδι αρκετών μηνών με πλοίο, το μοναδικό προϊόν, εκτός από το σιτάρι, που μπορούσε να αντέξει σε ένα τόσο μακρύ ταξίδι ήταν το μαλλί, και τα κλίπερ πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα αυστραλέζικα και στα αγγλικά λιμάνια τροφοδοτώντας τη βρετανική και ευρωπαϊκή βιομηχανία μαλλιού. Μόνο η χρησιμοποίηση ατμόπλοιων και πλοίων-ψυγείων επέτρεψε, στα τέλη του αιώνα, την εξαγωγή κρεάτων και γαλακτοκομικών προϊόντων, προκαλώντας επέκταση της κτηνοτροφίας βοοειδών και αιγοπροβάτων για κρέας, που σήμερα έχουν σχεδόν την ίδια σπουδαιότητα με εκείνα που εκτρέφονται για το μαλλί τους. Τα πρόβατα φτάνουν περίπου τα 138 εκατ. και περιορίζονται όλο και περισσότερο, πέρα από τις διακυμάνσεις που οφείλονται σε φυσικές αντιξοότητες· η ξηρασία του 1978, για παράδειγμα, ανάγκασε πολλούς κτηνοτρόφους να σφάξουν τα κοπάδια τους. Η μείωση αυτή οφείλεται επίσης στην πτώση των διεθνών τιμών του μαλλιού, εξαιτίας του ανταγωνισμού των τεχνητών και συνθετικών ινών.
Οι μεγάλες περιοχές εκτροφής προβάτων είναι τρεις: η πιο εκτεταμένη, που προχωρεί στο εσωτερικό, από τις σαβάνες της Κουίνσλαντ σε όλη τη Μεγάλη Αρτεσιανή Λεκάνη μέχρι τη Νότια Α., είναι αφιερωμένη στα πρόβατα που εκτρέφονται για το μαλλί τους. Ύστερα από μια διακοπή σε αντιστοιχία με την κεντρική έρημο, η περιοχή αυτή συνεχίζει στη Δυτική Α. με μια ευρεία λωρίδα κατά μήκος των ακτών του Ινδικού ωκεανού. Το νερό για τα ζώα προέρχεται γενικά από τα αρτεσιανά φρέατα. Η δεύτερη περιοχή εκτροφής προβάτων είναι ανάμεικτη με τις καλλιέργειες δημητριακών. Εκτείνεται από την περιοχή της Μπρίζμπεϊν έως τη λεκάνη του Μάρεϊ, για να καταλήξει ύστερα προς τα δυτικά, στην παράκτια περιοχή της Νότιας Α. Για τα πρόβατα, γενικά μαλλιού αλλά και κρέατος, προσφέρονται τα εδάφη που είναι λιγότερο κατάλληλα για τα δημητριακά ή εκείνα που είναι σε αγρανάπαυση από την αμειψισπορά ή, σπανιότερα, τεχνητά λιβάδια. Μια τρίτη περιοχή, αρκετά μικρότερη, είναι αφιερωμένη κυρίως στα πρόβατα κρέατος και προχωρεί σε μια στενή λωρίδα ανάμεσα στις ζώνες με αρδευτικές καλλιέργειες και στη ζώνη της κτηνοτροφίας, ανάμεικτης με την καλλιέργεια δημητριακών, στη Νέα Νότια Ουαλία, στη Βικτόρια, στη νότια κορυφή της Δυτικής Α. και στην ανατολική Τασμανία.
Η εκτροφή βοοειδών εφαρμόζεται σε αρκετά πιο περιορισμένες περιοχές και συμπίπτει κατά μεγάλο μέρος με τη λωρίδα των εντατικών καλλιεργειών. Τα βοοειδή εκτρέφονται κυρίως για το γάλα στην παράκτια λωρίδα της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Βικτορίας, ενώ στο νότιο άκρο της Δυτικής Α. οι βοσκότοποι είναι πιο φτωχοί και οι πιο κατάλληλες ράτσες είναι εκείνες που προσφέρουν το κρέας τους. Πιο μικρή είναι η παραγωγή κρέατος των βοοειδών που βόσκουν στις σαβάνες των βόρειων περιοχών σε αρκετά δύσκολες συνθήκες περιβάλλοντος.
Η αλιεία αναπτύχθηκε αλλά όχι σημαντικά, λόγω της απουσίας στη χώρα ναυτικής παράδοσης και της αφθονίας κρεάτων που προσφέρονται από την κτηνοτροφία η οποία καλύπτει όλες τις ανάγκες του πληθυσμού σε πρωτεΐνες. Η επέκταση στη δεκαετία 1970 των ζωνών αλιείας της Α. στα 200 μίλια από την ακτή είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας από τις πλουσιότερες περιοχές αλιευμάτων του κόσμου. Στο σύνολό τους, οι ποσότητες των ψαριών που εξάγονται αυξήθηκαν και επειδή πρόκειται γενικά για περιζήτητα είδη (γαρίδες, αστακοί, καρκινοειδή κ.ά.), η συνολική αξία είναι μεγάλη. Η Α. συμμετέχει επίσης στο κυνήγι των φαλαινών στις ανταρκτικές θάλασσες και οι φάλαινες που πιάνονται, παρά τη μείωση των μεγάλων κητωδών, είναι ακόμα πολυάριθμες.Πρώιμη περίοδος και πρώτες εξερευνήσεις. Η ιστορία της Α., πριν ανακαλυφθεί και αποικιστεί από τους Ευρωπαίους, δεν μπορεί να βασιστεί παρά μόνο σε αμφισβητήσιμες παραδόσεις προφορικές, καθώς και στις έρευνες και στις μελέτες των εθνολόγων και των γεωλόγων.
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν πιθανώς λαοί από τη νότια Ασία, διωγμένοι στα προϊστορικά χρόνια από την εισβολή άλλων λαών πιο δυνατών και καλύτερα οπλισμένων. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν η σειρά και οι λεπτομέρειες των διαφόρων κυμάτων που έφταναν. Ένα πράγμα όμως είναι βέβαιο: ότι δεν ήταν γνήσιες φυλές, αλλά διασταυρώσεις μεταξύ ευρωποειδών και νεγροειδών, όπως φαίνεται και από τις εντελώς διαφορετικές γλώσσες τους. Οι φυλές αυτές, οργανωμένες κοινωνικά σε φατρίες και ορδές, έμειναν στο στάδιο των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Ιδίως οι Τασμανοί, που σήμερα έχουν εκλείψει εντελώς, θεωρούνται οι πιο πρωτόγονοι άνθρωποι που έζησαν έως την εποχή μας. Αυτούς τους πληθυσμούς, που ήταν γύρω στις 200.000-300.000, βρήκαν οι πρώτοι εξερευνητές και τους περιέγραψαν ως άγριους και θηριώδεις.
Οι Ολλανδοί ήταν οι πρώτοι που τον 17ο αι. άρχισαν τη συστηματική εξερεύνηση των νότιων θαλασσών. Καράβια της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών που ιδρύθηκε το 1602, έφτασαν στην αρχή του αιώνα στις δυτικές και βόρειες ακτές της ηπείρου και την ονόμασαν Νέα Ολλανδία. Μετά, ο Άμπελ Τάσμαν, απεσταλμένος του διοικητή της εταιρείας Άντον Βαν Ντίιμεν για να βρει στα νότια μια οδό προς την Αμερική, ανακάλυψε το νησί που αργότερα προς τιμήν του ονομάστηκε Τασμανία, και σε άλλο ταξίδι, πιο ανατολικά, τη γη που ονόμασε Γη των Κρατών (Νέα Ζηλανδία, στα ολλανδικά Zeeland). Ο Τάσμαν κατάφερε επίσης να συμπληρώσει έναν χάρτη των ακτών της βόρειας Α. Αλλά επειδή δεν βρήκε ούτε χρυσό ούτε μπαχαρικά, οι Ολλανδοί έμποροι έκριναν το ταξίδι του αποτυχημένο και δεν ασχολήθηκαν με τα εδάφη αυτά. Μόνο μετά τα μέσα του 18ου αι. ξανάρχισαν τα ταξίδια και οι εξερευνήσεις στην Α., προς χάρη κυρίως της Αγγλίας. Στο ταξίδι του 1769-70, ο πλοίαρχος Κουκ έφτασε στην Ταϊτή και στα Νησιά της Εταιρείας, περιέπλευσε τη Νέα Ζηλανδία και προχώρησε με προσωπική του πρωτοβουλία έως την ανατολική παραλία της Α. και ανίχνευσε 1.600 μίλια. Βάπτισε το νέο έδαφος Νέα Νότια Ουαλία και το κατέλαβε επίσημα (23 Αυγούστου 1770) στο όνομα του βασιλιά Γεωργίου Γ΄.
Πρώτες αποικίες και 19ος αι. Η ανακάλυψη της Α. έγινε ακριβώς τη στιγμή που, εξαιτίας της νίκης της Αμερικής στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, το Λονδίνο δεν μπορούσε να στέλνει πια τους κατάδικους στη Βιρτζίνια. Έτσι, προτιμήθηκε η Α. από τις αφρικανικές ακτές. Το 1787 έφυγε ο πρώτος στόλος, υπό την αρχηγία του πλοιάρχου Άρθουρ Φίλιπ, με 700 εξόριστους και περίπου 250 άτομα πλήρωμα. Αποβιβάστηκαν στο Μπότανι Μπέι και έτσι δημιουργήθηκε η αποικία. Έπειτα από λίγο όμως ο Φίλιπ, επειδή η περιοχή ήταν ανθυγιεινή, μετακινήθηκε πιο βόρεια, στο Πορτ Τζάκσον (26 Ιανουαρίου 1788), εκεί όπου αργότερα έγινε το Σίδνεϊ, η πρωτεύουσα της πρώτης αποικίας στην Α. Η αρχή ήταν πολύ δύσκολη και πολλοί πίστευαν ότι η νέα αποικία δεν θα είχε μέλλον. Μετά ξέσπασαν και ταραχές μεταξύ των αξιωματικών, που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τους εγκάθειρκτους ως φτηνούς εργάτες για τη γη που τους είχαν δώσει, και της κυβέρνησης της αποικίας, που έπρεπε να φροντίζει για την αποκατάσταση των καταδίκων.
Με τη διακυβέρνηση του συνταγματάρχη Λ. Μεκουόρι (1810-21), ο οποίος έφτασε στην αποικία με νέους στρατιώτες, τέθηκε κατά κάποιον τρόπο τέλος στις αυθαιρεσίες. Οι πρώτοι ελεύθεροι άποικοι (settlers) άρχισαν να φτάνουν το 1793. Τέσσερα χρόνια αργότερα, παραχωρήθηκε στον πλοίαρχο Τζον Μακ Άρθουρ μια μεγάλη εδαφική έκταση 2.000 εκταρίων. Άρχισε, έτσι, η εκτροφή πρώτα κριαριών και μετά ισπανικών προβάτων μερινός, μερικά από τα οποία είχε φέρει ο ίδιος στην Α. και αμέσως τον μιμήθηκαν πολλοί άλλοι. Μια αναφορά του ίδιου του Μακ Άρθουρ (1803) διαβεβαίωνε ότι σε είκοσι χρόνια η Α. θα ήταν σε θέση να προμηθεύει στη Μεγάλη Βρετανία περισσότερο μαλλί από όλες μαζί τις άλλες χώρες του κόσμου. Έτσι, τέθηκαν οι βάσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας, που έγινε αξιόλογη μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Ο πληθυσμός, που το 1792 ήταν 4.322 άτομα, έφτασε το 1812 τα 12.000 (οι ελεύθεροι άποικοι ήταν όμως περίπου 700) και το 1821 τα 36.968 (4.492 άποικοι).
Τα σχέδια για τη χειραφέτηση των εξόριστων προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση των ελεύθερων αποίκων, που στο μεταξύ είχαν αυξηθεί προοδευτικά και κατάφεραν, το 1840, να μη δέχεται πια κατάδικους η Νέα Νότια Ουαλία και το 1842 να αντικαταστήσουν τη συμβουλευτική επιτροπή του κυβερνήτη, που υπήρχε από το 1823, με ένα νομοθετικό συμβούλιο 36 μελών από τα οποία τα 24 ήταν αιρετά. Ωστόσο, μόνο το 1849 σταμάτησαν πραγματικά να έρχονται εξόριστοι. Τα πιο σημαντικά προβλήματα της χώρας ήταν η διανομή και η τιμή της γης και τα αναγκαία εργατικά χέρια. Οι κτηνοτρόφοι (squatters) άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη σημασία, οικονομικά και πολιτικά, και το 1847 κατάφεραν να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα στα βοσκοτόπια του εσωτερικού που είχαν καταλάβει. Έγιναν έτσι οι πραγματικοί κύριοι της χώρας, ενώ οι ιθαγενείς ήταν τα θύματα που καταδιώχτηκαν άγρια.
Όλο αυτό τον καιρό συνεχιζόταν η εξερεύνηση των ακτών και του εσωτερικού. Το 1797 ο Τζορτζ Μπας και ο Μάθιου Φλίντερς είχαν ανιχνεύσει τις ακτές της Νέας Νότιας Ουαλίας. Το 1798 ανακάλυψαν το στενό που χωρίζει την Τασμανία από την Α. και το οποίο σήμερα ονομάζεται Μπας. Το 1813, οι Γκρέγκορι Μπλάξλαντ, Γουίλιαμ Λόσον και Γ. Γουέντγουερθ, παρακινημένοι από την ανάγκη να βρουν νέα βοσκοτόπια, κατάφεραν να περάσουν τις Αυστραλιανές Άλπεις, ενώ δύο χρόνια αργότερα ιδρύθηκε η πρώτη πόλη του εσωτερικού, η Μπάθερστ. Την Τασμανία, που έως το 1853 ονομαζόταν Γη του Βαν Ντίιμεν, κατέλαβαν το 1803 από τον φόβο μιας γαλλικής αποβίβασης, μετά τη χώρισαν από τη Νέα Νότια Ουαλία και το 1824 έγινε αποικία.
Ο αποικισμός της Δυτικής Α. άρχισε το 1829 με την ίδρυση μιας στρατιωτικής βάσης και η Νότια Α. έγινε χωριστή αποικία το 1836. Η θεωρία του συστηματικού αποικισμού, του Ε. Γκ. Γουέικφιλντ, ήταν η βάση με την οποία έγινε ο αποικισμός στη Νότια Α. Ο Γουέικφιλντ είχε ιδρύσει το 1830 την Εταιρεία του Αποικισμού και για να προσελκύσει μετανάστες προσέφερε δανεικά για την τιμή του εισιτηρίου· τα χρήματα αυτά θα τα επέστρεφαν από την εργασία τους στις αποικίες. Τα κεφάλαια για τα εισιτήρια η εταιρεία τα έπαιρνε από τη γη που πωλούσε, αλλά το πρόβλημα ήταν ακριβώς η τιμή αυτή της γης που έπρεπε να μην είναι πολύ υψηλή για να πωλείται, αλλά και ούτε πολύ χαμηλή για να μην μπορεί ο μετανάστης να αγοράσει γη πολύ γρήγορα και να γίνει έτσι ελεύθερος άποικος.
Η αποικία της Βικτορίας –την ονόμασαν έτσι προς τιμήν της τότε βασίλισσας της Αγγλίας– αναπτύχθηκε από το 1835 γύρω από μερικές εγκαταστάσεις κτηνοτρόφων και το 1851 έγινε αποικία, αφού χωρίστηκε από τη Νέα Νότια Ουαλία. Η Κουίνσλαντ γεννήθηκε μετά τον διαχωρισμό της από την πρώτη αποικία της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε στην ιστορία της Α. η ανακάλυψη των χρυσωρυχείων στη Βικτόρια και στη Νέα Νότια Ουαλία, που βοήθησε βέβαια στην απορρόφηση της παλιάς κοινωνίας, η οποία απαρτιζόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από απογόνους καταδίκων και πλούτισε την οικονομία, αλλά διατάραξε επίσης την ισορροπία (ακρίβεια, ταραχές με τους χρυσοθήρες, χρεοκοπίες στις τράπεζες).
Δύο πολιτικά γεγονότα χαρακτηρίζουν εκείνη την πρώτη εποχή της ιστορίας της Α.: η προοδευτική απόκτηση όλο και μεγαλύτερης αυτονομίας από την κυβέρνηση του Λονδίνου και το τέλος της υπεροχής των κτηνοτρόφων. Ανάμεσα στο 1853 και το 1856 οι τέσσερις αποικίες (Νέα Νότια Ουαλία, Βικτόρια, Νότια Α. και Τασμανία) απέκτησαν από ένα σύνταγμα με πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους. Σε όλες τις αποικίες, για παράδειγμα, προβλεπόταν η ίδρυση μιας νομοθετικής συνέλευσης, η οποία εκλεγόταν από τους πολίτες που είχαν ένα ορισμένο εισόδημα (μόνο στη Νότια Α. ψήφιζαν εξαρχής όλοι), και μία βουλή με μέλη αιρετά ή διορισμένα από τον κυβερνήτη. Η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη απέναντι στη συνέλευση. Ανάλογα πολιτεύματα απέκτησαν η Κουίνσλαντ (1859) και η Δυτική Α. (1890).
Νεότερη ιστορία. Το πιο σοβαρό πρόβλημα της χώρας εξακολουθούσε πάντοτε να είναι το θέμα της διανομής της γης. Μόνο το 1858, με την ψήφιση του νόμου Τόρενς (Τorrens Αct) στη Νότια Α., άρχισε να λύνεται το πρόβλημα. Κάθε κομμάτι γης καταχωρήθηκε σε ειδικά πιστοποιητικά συντεταγμένα σε διπλό αντίγραφο, στα οποία έπρεπε να καταγράφονται ακριβώς όλες οι διευθετήσεις που είχαν γίνει για το κομμάτι αυτό της γης. Έτσι, τα βοσκοτόπια, η τεράστια αυτή γαιοκτησία που δεν είχε έως τότε κανέναν έλεγχο, κατακερματίστηκαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο συνδικαλισμός άρχισε να κερδίζει έδαφος. Η Α. ήταν από τις πρώτες χώρες του κόσμου που καθιέρωσε το οκτάωρο στην εργασία. Οι μεγάλες απεργίες που έγιναν μεταξύ 1886 και 1895 τελείωσαν με την ήττα των εργατών, αλλά οι τελευταίοι αντέδρασαν, πολιτικοποιήθηκαν και χειραφετήθηκαν σχηματίζοντας το Εργατικό Κόμμα.
Οι Αυστραλοί φοβούνταν την εγκατάσταση μιας οποιασδήποτε άλλης δύναμης στα κοντινά τους νησιά, γι’ αυτό πίεζαν την κυβέρνηση του Λονδίνου να τα προσαρτήσει. Αλλά η Αγγλία ήταν τότε απασχολημένη με την Αφρική και ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε κίνηση. Έτσι, οι Αυστραλοί, τα είκοσι τελευταία χρόνια του 19ου αι., βοήθησαν αναγκαστικά την εγκατάσταση της γαλλικής κυριαρχίας στα Νησιά της Εταιρείας και στις Νέες Εβρίδες, της γερμανικής στα αρχιπελάγη της Μικρονησίας, των Ηνωμένων Πολιτειών στις Σαμόα. Όταν το 1882 έγινε γνωστό ότι η Γερμανία ήθελε να αγοράσει αποικίες, η Κουίνσλαντ αποφάσισε να δράσει με δική της πρωτοβουλία και διακήρυξε την προσάρτηση όλης της περιοχής της Νέας Γουινέας που δεν ανήκε στην Ολλανδία. Αλλά και πάλι το Λονδίνο, δεσμευμένο με τα προβλήματα που είχε στην Αίγυπτο, αποκήρυξε την πρωτοβουλία της αποικίας και έκανε μια συμφωνία με τη Γερμανία (1885) με την οποία η μη ολλανδική περιοχή της Νέας Γουινέας μοιραζόταν μεταξύ των δύο δυνάμεων. Η αγγλική ζώνη μεταβιβάστηκε στην Α. το 1906 και πήρε το όνομα Έδαφος της Παπουασίας. Αυτό επιτάχυνε τη δημιουργία του ομοσπονδιακού κράτους για το οποίο γίνονταν συζητήσεις από καιρό. Το σύνταγμα καταρτίστηκε στο Σίδνεϊ (1891) και μετά τροποποιήθηκε πολλές φορές, αφού έγιναν και δύο λαϊκά δημοψηφίσματα (1898 και 1899). Το σύνταγμα τελικά εγκρίθηκε από τον βασιλιά στις 9 Ιουλίου 1900 και ίσχυσε επίσημα την 1η Ιανουαρίου 1901. Γεννήθηκε έτσι η κοινοπολιτεία της Α., που την αποτελούσαν οι έξι θεμελιώδεις πολιτείες: Νέα Νότια Ουαλία, Βικτόρια, Τασμανία, Νότια Α., Δυτική Α. και Κουίνσλαντ. Προσωρινή πρωτεύουσα ορίστηκε η Μελβούρνη, αλλά αποφασίστηκε να ιδρυθεί μια ομοσπονδιακή πρωτεύουσα, η Καμπέρα, που άρχισε να χτίζεται το 1913. Το 1911 η βόρεια περιοχή της χώρας, σχεδόν ακατοίκητη, που μέχρι τότε ήταν υπό τη δικαιοδοσία της Νότιας Α., μεταφέρθηκε στη διοίκηση της Κοινοπολιτείας ως έδαφος και όχι ως πολιτεία.
Η Α., μιμούμενη τη Νέα Ζηλανδία, άρχισε να εκπονεί μια κοινωνική νομοθεσία από τις πιο προοδευτικές του κόσμου· το δημοτικό σχολείο έγινε υποχρεωτικό και δωρεάν, ιδρύθηκαν δικαστήρια (1904) διαιτητικά και ειρηνοδικεία, το 1908 καθορίστηκαν οι συντάξεις για τους ηλικιωμένους κ.ά. Το 1910 το Εργατικό Κόμμα κέρδισε θριαμβευτικά στις εκλογές: ήταν η παρακμή των μεγάλων γαιοκτημόνων. Όλα αυτά βέβαια είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία, αλλά η χώρα κατάφερε να τις ξεπεράσει. Ένα μεγάλο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει η Α. ήταν η στρατιωτική άμυνα. Το 1909 έγινε ο νόμος για την υποχρεωτική θητεία (Defence Βill), αλλά προσωρινά αφορούσε μόνο τους κατοίκους των πόλεων. Η πιο αξιόλογη κίνηση, όμως, ήταν η δημιουργία ενός ομοσπονδιακού στόλου για την άμυνα του Ειρηνικού ωκεανού.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, η Α. τάχθηκε στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας. Οι αυστραλέζικες και νεοζηλανδικές δυνάμεις ενωμένες σχημάτισαν μαζί την ΑΝΖΑC (Αustralia Νew Ζealand Αrmy Corps), από τα πιο ικανά βρετανικά στρατεύματα. Ο πόλεμος, που κόστισε στη χώρα περίπου 60.000 νεκρούς και πάνω από 250.000 τραυματίες, αγνοούμενους και αιχμαλώτους, έδωσε στην Α. την πρώην γερμανική αποικία της Νέας Γουινέας. Αυτή η περιοχή της Νέας Γουινέας, μαζί με το Έδαφος της Παπουασίας, θα γίνει αργότερα (1975) ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της βρετανικής κοινοπολιτείας.
Το 1917, η κυβέρνηση της Α., μαζί με τις κυβερνήσεις των επικρατειών (dominions), υπαγόταν στο βρετανικό υπουργείο Πολέμου. Μετά το 1931, με το καταστατικό του Γουέστμινστερ, οι επικράτειες έγιναν ανεξάρτητες. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, η Α. άρχισε να εκβιομηχανίζεται. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 οδήγησε την Α. σε μια καταστροφική πτώση των τιμών. Η εργατική κυβέρνηση αποφάσισε, για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό, να διακόψει τα περισσότερα δημόσια έργα. Στη χώρα επικράτησε μεγάλη ανεργία που επιδεινώθηκε όταν χιλιάδες μικροκαλλιεργητές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και να εγκατασταθούν στην πόλη. Το γεωργικό πρόβλημα έγινε πολιτικό, το Εργατικό Κόμμα που ήταν στην εξουσία από το 1910 διασπάστηκε και το 1934 έγινε μια κυβέρνηση συνασπισμού με δύο νέα κόμματα της δεξιάς, το Κόμμα των Γεωργών και το Κόμμα της Ενωμένης Α. Ο συνασπισμός παρέμεινε στην εξουσία μετά από δύο συνεχόμενες εκλογικές νίκες. Η χώρα κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο κατά το 1937, όταν ήδη είχε αρχίσει να διαφαίνεται η απειλή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η Α. ανησυχούσε για τις πολιτικές και οικονομικές βλέψεις της Ιαπωνίας· έτσι, μπήκε αμέσως στον πόλεμο στο πλευρό και πάλι της Μεγάλης Βρετανίας. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, κυρίως το 1941, όταν μπήκε στον πόλεμο η Ιαπωνία και κατέλαβε την Ινδονησία, τη Νέα Γουινέα και τα Νησιά του Σολομώντα. Φοβήθηκαν τότε μια απόβαση και στην Α., αλλά μετά τη νίκη του αμερικανικού στόλου στη μάχη της Θάλασσας των Κοραλλιών (7 Μαΐου 1942), η Ιαπωνία αποσύρθηκε προοδευτικά από όλα τα εδάφη που είχε καταλάβει. Το 1942 οι εργατικοί ήρθαν πάλι στην κυβέρνηση και έμειναν έως το 1949.
Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο φάνηκε αφενός μεν η θεμελιώδης στρατηγική σημασία του ΝΑ Ειρηνικού, αφετέρου όμως το πόσο τρωτή ήταν η Α. Μέχρι τότε η χώρα είχε ταυτίσει τα συμφέροντά της με τα αντίστοιχα της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά με την παρακμή της τελευταίας έπρεπε να βρει σε άλλες συμμαχίες την προστασία που δεν μπορούσε πια να της προσφέρει η μητέρα-πατρίδα. Η εξάπλωση του κομουνισμού, ο φόβος μιας νέας απειλής από την Ιαπωνία και η επιθυμία να δημιουργήσει ένα προστατευτικό φράγμα στη ΝΑ Ασία και να προσεγγίσει την Αμερική την οδήγησαν σε δύο συνθήκες: την ΑΝΖUS, τριμερής συμφωνίας μεταξύ Α., Νέας Ζηλανδίας και Ηνωμένων Πολιτειών, που υπογράφηκε το 1951 αμέσως μετά την υπογραφή ειρήνης της Ιαπωνίας, και το SΕΑΤΟ, την οργάνωση για την προστασία της ΝΑ Ασίας, που τη στήριξαν το 1954 οι ΗΠΑ για να παίξει αντικομουνιστικό ρόλο.
Για τρεις και πλέον δεκαετίες, από το 1950 έως το 1983, βρισκόταν στην εξουσία ένας συνασπισμός του Κόμματος των Φιλελευθέρων και του Εθνικού Κόμματος, με μοναδικό διάλειμμα την περίοδο 1972-75, όταν στην κυβέρνηση βρέθηκαν οι εργατικοί με αρχηγό τον Έντουαρτ Γουίτλαμ. Η μεγάλη πλειοψηφία που εξασφάλισε στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1975 ο υπό τον Μάλκολμ Φρέιζερ συντηρητικός συνασπισμός μεταξύ φιλελευθέρων και Εθνικού Κόμματος μειώθηκε διαδοχικά στις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1977 και του Οκτωβρίου του 1980. Η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Φρέιζερ ηττήθηκε τελικά στις γενικές εκλογές που διενεργήθηκαν τον Μάρτιο του 1983. Ο Ρόμπερτ (Μπομπ) Χόουκ, που τον προηγούμενο μήνα είχε αντικαταστήσει τον Γουίλιαμ Χέιντεν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος, έγινε ο νέος πρωθυπουργός της χώρας. Ο Χόουκ προκήρυξε γενικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 1984, 15 μήνες πριν από τον προβλεπόμενο χρόνο, και το Εργατικό Κόμμα επανήλθε στην εξουσία με μειωμένη πλειοψηφία στη βουλή των αντιπροσώπων, ενώ το 1987 κέρδισε ξανά τις εκλογές, με ενισχυμένη πλειοψηφία. Τον Μάρτιο του 1990 ο Χόουκ ανακοίνωσε την προκήρυξη νέων εκλογών για την ανανέωση των μελών της βουλής των αντιπροσώπων και των 40 από τις 76 έδρες της γερουσίας. Με την υποστήριξη των περιβαλλοντικών ομάδων, το Εργατικό Κόμμα διατήρησε την εξουσία, αν και με μειωμένη πλειοψηφία (78 επί συνόλου 148 εδρών).
Τον Ιούνιο του 1991, έπειτα από εσωκομματική κρίση που σοβούσε πολλούς μήνες στους κόλπους του κόμματός του, ο Χόουκ κινδύνευσε να ανατραπεί από τον υπουργό Οικονομικών και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Πολ Κίτινγκ, διατήρησε όμως τελικά τη θέση του. Η εσωκομματική ήττα οδήγησε τον Κίτινγκ σε παραίτηση από τα κυβερνητικά αξιώματα. Στα τέλη του ίδιου μήνα ο Χόουκ προκήρυξε εκλογές για την ηγεσία του κόμματος και αυτή τη φορά ηττήθηκε από τον Κίτινγκ, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός της χώρας και προχώρησε σε ευρύ ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Στις γενικές εκλογές της 13ης Μαρτίου του 1993, το Εργατικό Κόμμα πέτυχε νέα νίκη και εξασφάλισε μια πέμπτη συνεχή θητεία στη διακυβέρνηση της χώρας, έχοντας κερδίσει τις 80 από τις 147 έδρες στη βουλή. Η διακυβέρνηση της χώρας από τους εργατικούς τερματίστηκε στις εκλογές που διενεργήθηκαν στις 3 Μαρτίου 1996 με τη νίκη του συντηρητικού συνασπισμού μεταξύ φιλελευθέρων και Εθνικού Κόμματος υπό τον Τζον Χάουαρντ. Σε ηλικία 56 ετών, ο Χάουαρντ, δηλωμένος υποστηρικτής της μοναρχίας, έγινε έτσι ο 25ος πρωθυπουργός της Α. στη θέση του 52χρονου Κίτινγκ, που χρημάτισε πρωθυπουργός της χώρας πάνω από τέσσερα χρόνια και είχε επικεντρώσει την προεκλογική του εκστρατεία στην πολιτειακή αλλαγή και την αντικατάσταση της βασίλισσας Ελισάβετ, ως αρχηγού του κράτους, από Αυστραλό πρόεδρο.
Οι διαδοχικές κυβερνήσεις Χόουκ και Κίτινγκ έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στους δεσμούς τους με τις χώρες της ΝΑ Ασίας. Οι σχέσεις της Α. με την Ινδονησία, που πέρασαν φάση έντασης μετά την προσάρτηση της πρώην πορτογαλικής αποικίας του Ανατολικού Τιμόρ από την Ινδονησία το 1976, βελτιώθηκαν τον Αύγουστο του 1985, όταν ο Χόουκ δήλωσε ότι αναγνωρίζει την κυριαρχία της Ινδονησίας στο νησί (το οποίο το 2002 απέκτησε τελικά την ανεξαρτησία του, βλ. λ. Τιμόρ, Ανατολικό). Οι σχέσεις των δύο χωρών βελτιώθηκαν ακόμη περισσότερο τον Δεκέμβριο του 1989, όταν υπέγραψαν συμφωνία για την κοινή εξερεύνηση των αποθεμάτων πετρελαίου και αερίου στο χάσμα Τιμόρ, μια θαλάσσια περιοχή που αποτελεί ένα φυσικό αλλά και αμφισβητούμενο σύνορο μεταξύ των δύο χωρών. Τον Απρίλιο του 1992, ωστόσο, η πρώτη επίσκεψη του Κίτινγκ στην Ινδονησία υπό την ιδιότητά του ως πρωθυπουργού, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η σφαγή άοπλων πολιτών στο Ανατολικό Τιμόρ από τα στρατεύματα της Ινδονησίας το 1991. Τον Ιανουάριο του 1989, ο Χόουκ πρότεινε τη δημιουργία του φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (ΑΡΕC), με στόχο τη διευκόλυνση της ανταλλαγής υπηρεσιών, τουρισμού και άμεσων ξένων επενδύσεων στην περιοχή. Η εναρκτήρια σύνοδος του ΑΡΕC πραγματοποιήθηκε στην Καμπέρα τον Νοέμβριο του 1989.
Η βιωσιμότητα του στρατιωτικού συμφώνου ΑΝΖUS, που υπεγράφη το 1951 μεταξύ Α., Νέας Ζηλανδίας και ΗΠΑ, αμφισβητήθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση μετά τη διακήρυξη της νεοζηλανδικής κυβέρνησης, τον Ιούλιο του 1984, να απαγορεύσει τον κατάπλου στα λιμάνια της χώρας όσων σκαφών θεωρούσε ότι ήταν πυρηνοκίνητα ή μετέφεραν πυρηνικά όπλα. Ο Χόουκ δεν υποστήριξε την απόφαση της Νέας Ζηλανδίας και η Α. συνέχισε να μετέχει με τις ΗΠΑ σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, από τις οποίες είχε αποκλειστεί η Νέα Ζηλανδία. Το 1988 η Α. υπέγραψε δεκαετή συμφωνία με τις ΗΠΑ που προέβλεπε μεγαλύτερη συμμετοχή της στη διοίκηση των επανδρωμένων με Αμερικανούς στρατιωτικών βάσεων στην Α. Σε απάντηση της αυξανόμενης σοβιετικής επιρροής στην περιοχή του Ειρηνικού, η κυβέρνηση ανακοίνωσε στις αρχές του 1987 ότι οι αμυντικοί δεσμοί της Α. με τις χώρες του νότιου Ειρηνικού θα είχαν την ίδια προτεραιότητα με τους παραδοσιακούς δεσμούς της με τις χώρες της ΝΑ Ασίας.
Η Α. του 21ου αι. Δύο ακανθώδη ζητήματα στην πολιτική ζωή της σύγχρονης Α. είναι το περιβαλλοντικό και η πολιτική έναντι των Αβοριγίνων, ενώ ζήτημα μικρότερης σημασίας είναι η σχέση με το βρετανικό στέμμα.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, τον Δεκέμβριο του 1986 η Α. επικύρωσε την συνθήκη, βάσει της οποίας η περιοχή του νότιου Ειρηνικού κηρύχθηκε αποπυρηνικοποιημένη ζώνη. Η απόφαση του τότε Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, τον Απρίλιο του 1992, να επιβάλει μορατόριουμ στις πυρηνικές της δοκιμές στην ατόλη Μουρουρόα στη Γαλλική Πολυνησία έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την Α. Όμως, ο διάδοχός του στη γαλλική προεδρία, Ζακ Σιράκ, αμέσως μετά την εκλογή του ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επαναλάβει νέο πρόγραμμα οκτώ πυρηνικών δοκιμών στην περιοχή, στο διάστημα μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1995 και 31ης Μαΐου 1996, προκαλώντας θύελλα διεθνών αντιδράσεων. Ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η αντίδραση της κυβέρνησης του Πολ Κίτινγκ, η οποία ανακοίνωσε –μεταξύ άλλων– την ανάκληση του πρεσβευτή της από το Παρίσι, το πάγωμα των σχέσεών της με τη Γαλλία στον αμυντικό τομέα και την πρόθεσή της να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μετά την ολοκλήρωση των γαλλικών πυρηνικών δοκιμών και τη δέσμευση της Γαλλίας να εγκαταλείψει στο εξής οριστικά την διεξαγωγή τους, η νέα κυβέρνηση του Τζον Χάουαρντ ανακοίνωσε ότι θα επιδιώξει την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, αίροντας όλες τις αμυντικές και διπλωματικές κυρώσεις που είχε επιβάλει. Εξάλλου, τον Μάιο του 1987, η Α. και η Μεγάλη Βρετανία ξεκίνησαν κοινή επιχείρηση για την εξακρίβωση των επιπέδων μόλυνσης του περιβάλλοντος που προήλθε από τις δοκιμές των βρετανικών πυρηνικών όπλων στη Μαραλίνγκα της Νότιας Α. μεταξύ 1956 και 1963.
Στην Α. υψώθηκαν πολλές φωνές διαμαρτυρίας για την αδιαφορία των Βρετανών σχετικά με τις επιπτώσεις των δοκιμών αυτών στο περιβάλλον, αλλά και για την έλλειψη μέτρων προστασίας των αυτοχθόνων Αβοριγίνων (aborigines), που ανέλαβαν εκστρατεία για την πλήρη απολύμανση της πατρογονικής τους γης. Τον Ιούνιο του 1993, η Α. ανακοίνωσε ότι θα εισπράξει αποζημίωση 45 εκατ. αυστραλιανών δολαρίων από τους Βρετανούς, για να αντιμετωπίσει τα έξοδα απολύμανσης, ενώ τον Δεκέμβριο του 1994 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε την καταβολή αποζημίωσης ύψους 13,5 εκατ. δολαρίων για έργα υποδομής και χρηματοδότηση προγραμμάτων υγείας και απασχόλησης των αυτοχθόνων που είχαν απομακρυνθεί από τις εστίες τους.
Τον Δεκέμβριο του 1993 η βουλή των αντιπροσώπων πήρε μια ιστορική απόφαση που κατοχύρωνε το δικαίωμα των αυτοχθόνων να διεκδικήσουν τους τίτλους ιδιοκτησίας των πατρογονικών τους εδαφών. Ωστόσο το πρόβλημα των Αβοριγίνων της Α. παραμένει εκρηκτικό από κοινωνική και ανθρωπιστική άποψη. Τον Αύγουστο του 1988 έκθεση του ΟΗΕ κατήγγειλε την Α. για καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των αυτοχθόνων, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ανεπίσημη έρευνα αποκάλυπτε ότι οι αυτόχθονες, αν και αποτελούν πλέον σήμερα μόνο το 1% του συνολικού πληθυσμού της Α., ξεπερνούν το 20% του αριθμού των κρατουμένων στις φυλακές της χώρας. Οι ανακρίσεις που ακολούθησαν γύρω από τις καταγγελίες για το τεράστιο ποσοστό θανάτων μεταξύ των κρατουμένων αυτοχθόνων αποκάλυψαν τη ρατσιστική μεταχείριση της αστυνομίας εις βάρος τους, ενώ έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1993 κατήγγειλε τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης των αυτοχθόνων στις φυλακές της Α.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της εξάρτησης από το βρετανικό στέμμα, τον Μάρτιο του 1986 οι συνταγματικοί δεσμοί της Α. με το Ηνωμένο Βασίλειο περιορίστηκαν με την Αυστραλιανή Πράξη, βάσει της οποίας καταργήθηκαν οι υπολειπόμενοι νομοθετικοί, εκτελεστικοί και δικαστικοί έλεγχοι του βρετανικού κοινοβουλίου επί της κρατικής νομοθεσίας της Α. Τον Φεβρουάριο του 1992, λίγο μετά την επίσκεψη της βασίλισσας Ελισάβετ στην Α., ο τότε πρωθυπουργός Κίτινγκ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κατηγορώντας τη Μεγάλη Βρετανία ότι εγκατέλειψε την Α. στην ιαπωνική απειλή στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα, μετά την επίσκεψή του στη Βρετανία τον Σεπτέμβριο του 1993, ο Κίτινγκ, που είχε στο μεταξύ επανεκλεγεί τον Μάρτιο του 1993, ανακοίνωσε ότι η Α. θα γινόταν δημοκρατία μέχρι το τέλος του 2001, αποκηρύσσοντας τη βρετανική μοναρχία. Στις εκλογές του 1996, όμως, ο συνασπισμός φιλελεύθερων και Εθνικού Κόμματος πήρε την εξουσία και το 1998 αποφασίστηκε να γίνει δημοψήφισμα τον Νοέμβριο του 1999, σχετικά με την αλλαγή του πολιτεύματος. Το δημοψήφισμα έδειξε πως σε ποσοστό περίπου 55% οι Αυστραλοί δεν επιθυμούσαν να αλλάξουν τη μοναρχία.
Το 2000 η Α. φιλοξένησε στο Σίδνεϊ τους Ολυμπιακούς Αγώνες με μεγάλη επιτυχία. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2001, ο συνασπισμός Εθνικού Κόμματος και φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές, ανανεώνοντας και τη θητεία του Χάουαρντ στον πρωθυπουργικό θώκο.Η λογοτεχνία των Αβοριγίνων. Δεν υπάρχει κανένα γραπτό κείμενο της αυτόχθονης λογοτεχνίας, παρά μόνο προφορικές παραδόσεις σε διάφορες διαλέκτους της κοινής αυστραλέζικης. Η συλλογή αυτών των μαρτυριών άρχισε αργά. Το 1840, ο Ε. Έιρ (1815-1901) κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ιθαγενών και άφησε στα ημερολόγιά του τα πρώτα ντοκουμέντα για τον τρόπο ζωής και τα έθιμα των ιθαγενών. Οι μελέτες του Έιρ δημιούργησαν σχολή και το ενδιαφέρον για τους ιθαγενείς της Α. άρχισε να αυξάνεται σημαντικά, όπως φαίνεται από τα γραπτά των Χ. Κένταλ (1839-1882), Μ. Τζίλμορ (1865-1962), Κ. Ρίτσαρντ (1883-1969), Ρ. Στόου, Τ. Ράιτ κ.ά. Η ποίηση των ιθαγενών αποτελείται από τραγούδια και corroborees (παραδοσιακοί χοροί-αναπαραστάσεις), στα οποία συνδυάζεται η ακρίβεια της περιγραφής με την τέχνη της μετάδοσης συναισθημάτων. Οι ποιητικές συνθέσεις είναι είτε βραχύτατες (4-5 λέξεις) είτε εκτεταμένες, οι οποίες αποτελούν συνήθως τμήμα ενός ποιητικού κύκλου. Οι τελετουργικές αναπαραστάσεις κατευθύνονται από τον Songman που καθοδηγεί τη φυλή προς το Dreaming, δηλαδή το αιώνιο πνεύμα.
Η αυστραλιανή λογοτεχνία. Μέσα στον 19ο αι. έχουμε τα πρώτα λογοτεχνικά δείγματα της Α. Ακριβώς τότε τυπώθηκε η πρώτη εφημερίδα –Τhe Sydney Gazette and the Νew South Wales Αdvertiser– που δημοσίευε και τα πρώτα τοπικά ποιητικά δοκίμια. Ο Μάικλ Μάσεϊ Ρόμπινσον (1747-1826) έγραψε το πρώτο ποίημα της Α., ενώ το πρώτο βιβλίο με λυρικά ποιήματα που εκδόθηκε στη χώρα, γεμάτο νοσταλγία για τη μητέρα-πατρίδα, ήταν του Μπάρον Φιλντ (1786-1846). Τα ποιήματα του Γουίλιαμ Τσάρλς Γουέντγουερθ (1791-1872) μιμούνται αρκετά τα αγγλικά ποιήματα του 18ου αι. Στον πεζό λόγο, που εμφανίστηκε αργότερα από την ποίηση, φαίνεται καθαρά η αγγλική παράδοση του 18ου αι. Το πρώτο βιβλίο (Quintus Servintor, a Τale Founded upon Ιncidents of Real Οccurrence, 1830-31) είναι έργο ενός εξόριστου, του Χένρι Σάβερι (1793-1842) που στο μεγαλύτερό του μέρος διηγείται τις περιπέτειες του συγγραφέα. Παρουσιάστηκαν τότε και πολλά βιβλία-οδηγοί (guide-books) με διδακτικό και πληροφοριακό χαρακτήρα γι’ αυτούς που ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Α., με κυριότερους αυτούς των Τσαρλς Ρόουκροφτ και του Αλεξάντερ Χάρις. Σε έναν δεύτερο λογοτεχνικό κύκλο που άνθησε στα μέσα του 19ου αι. ανήκουν οι συγγραφείς Χένρι Κίνγκσλεϊ (1830-1876) και Ραλφ Μπόλντρεγουντ (1826-1915). Ο πρώτος σημαντικός Αυστραλός ποιητής ήταν ο Τσαρλς Χάρπουρ (1813-1868). Στον δρόμο που χάραξε ο Χάρπουρ βάδισε και ο Χένρι Κένταλ (1841-1882), ο οποίος κατάφερε να παρουσιάσει, με περισσότερη αγνότητα και απλότητα από εκείνον, το αυστραλέζικο τοπίο και να δώσει εικόνες και σύμβολα σε βαθιά αρμονία με την πραγματικότητα της νέας γης. Αντίθετα, Άγγλος και δεμένος με την παράδοση του Βύρωνα και του Σουίνμπερν είναι ο Άνταμ Λίντσεϊ Γκόρντον (1833-1870).
Στα τελευταία χρόνια του 19ου αι. γράφτηκαν τα αλληγορικοφιλοσοφικά ποιήματα του Τ. Στίβενς (1835-1902) και εκείνα του Βίκτορ Ντάλεϊ (1858-1905) και του Ρόντερικ Κουίν (1867-1949), και οι δύο Αυστραλοί εκπρόσωποι της αγγλικής παρακμής (fin de siecle). Εκείνα όμως που έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια τους είναι τα λαϊκά bush ballads (η λέξη bush σημαίνει τη δασώδη και θαμνώδη περιοχή του εσωτερικού). Ο Άνταμ Λίντσεϊ Γκόρντον, με το βιβλίο του Βush ballads and galloping rhymes (1870), άνοιξε τον δρόμο. Η πραγματική όμως άνθηση και επιτυχία της μπαλάντας ήρθε αργότερα, με τον Τζον Φάρελ πρώτα και μετά με τον πιο διάσημο Άντριου Μπάρτον Πάτερσον (1864-1941). Όλοι οι άλλοι που έγραψαν μπαλάντες ήταν κατώτεροί του· ο μόνος που μπορεί να σταθεί πλάι του είναι ο Χένρι Λόσον (1867-1922), που ήταν και σημαντικός πεζογράφος. Διηγηματογράφοι υπήρξαν πολλοί πριν από αυτόν –η Μπάρμπαρα Μπέιντον (1862-1929), ο Πρινς Γουάρουνγκ (1854-1911) κ.ά.– κανείς όμως από αυτούς δεν μπορεί να παραβληθεί με τον Λόσον.
Οδηγός της λογοτεχνικής δραστηριότητας εκείνης της περιόδου είναι το περιοδικό Τhe Βulletin, το σημαντικότερο που είχε ποτέ η Α. και κυκλοφορεί μέχρι σήμερα. Το περιοδικό, που εκδόθηκε στο Σίδνεϊ το 1880 από τον Τ.Φ. Άρτσιμπαλντ (1856-1919), είχε δηλώσει από την αρχή ότι θα δημοσίευε οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο, αρκεί να μην ήταν μεγάλο, να απευθυνόταν στο ευρύ κοινό και να πραγματευόταν θέματα της ζωής της Α. Ο Άρτσιμπαλντ ήθελε να αντικαταστήσει την αγγλική λογοτεχνία στην εξορία με μια λογοτεχνία πραγματικά αυστραλέζικη. Το 1896 επινοήθηκε η κόκκινη σελίδα (red page), που ήταν ένα τμήμα αφιερωμένο στη λογοτεχνική κριτική· το διηύθυνε ο Α. Στίβενς (1865-1933), ο πρώτος μεγάλος μαχητικός Αυστραλός κριτικός. Αυτός ήταν που με την εξαιρετική του διαίσθηση ανακάλυψε τους μεγάλους τότε συγγραφείς, τον ποιητή Κρίστοφερ Μπρέναν και τον πεζογράφο Τομ Κόλινς. Το 1903 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα Έτσι είναι η ζωή (Such is life) του Τομ Κόλινς (1843-1912), που είναι το πιο πρωτότυπο βιβλίο της αυστραλέζικης λογοτεχνίας. Κοντά σε αυτή την αξιόλογη περίπτωση αξίζει να σημειωθούν τα έργα μερικών πιο παραδοσιακών συγγραφέων, όπως τα ιστορικά μυθιστορήματα του Γουίλιαμ Γκος Χέι (1875-1945), της Μάιλς Φράνκλιν (1879-1954) και το μυθιστόρημα Jonah (1911) του Λούις Στόουν (1871-1935).
Παράλληλα με τη λαϊκή ποίηση της μπαλάντας που παράκμασε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, υπήρχε στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. και η ποίηση που απομιμούταν την ευρωπαϊκή και δεν νοιαζόταν τόσο για το πόσο αυστραλέζικη θα ήταν, αλλά για το πόσο το ποιητικό ύφος της θα συναγωνιζόταν εκείνο των μεγάλων κλασικών συγγραφέων. Οι συγγραφείς αυτοί δεν αναγνωρίστηκαν πολύ· έμοιαζαν πολύ αριστοκράτες και πολύ Ευρωπαίοι μπροστά στον Πάτερσον και τον Λόσον. Ο μόνος από αυτούς που είχε επιτυχία ήταν ο Μπέρναρντ Ο’ Ντόουντ (1866-1953), ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος της ομάδας των μαχητικών ποιητών ή επαναστατικών ποιητών, όπως τους ονόμασαν. Εμπαθής υποστηρικτής της δημοκρατικής και ανεξάρτητης Α., ο Ο’ Ντόουντ επιδίωξε να συμβιβάσει στα ποιήματά του τον ενθουσιασμό του για την εθνική ιδέα με μια μεγάλη λογοτεχνική πολυμάθεια, κυρίως Λατίνων και Ελλήνων συγγραφέων, ακόμα και Άγγλων του Μεσαίωνα. Αντίθετα, η Μέρι Γκίλμορ διακρίθηκε για την απλότητα και την εκφραστικότητά της. Οι αντιπρόσωποι της λυρικής ποίησης είναι κυρίως ο Τζον Σο Νέιλσον (1872-1942) και ο Χιου Μακ Κρες (1876-1958).
Τέλος, διανοούμενοι ποιητές, όπως τους προσδιορίζει ο κριτικός Χ. Μ. Γκριν, είναι δύο σε αυτή την περίοδο: ο Κρίστοφερ Μπρέναν (1870-1932) και ο Γουίλιαμ Μπέιλμπριτζ (1833-1942). Ο Μπρέναν, που ήταν ο πρώτος που κατανόησε το έργο του Μαλαρμέ και των συμβολιστών και τους πλησίασε με το βιβλίο του Ρoems (1913), αντιπροσωπεύει την πιο υψηλή και ώριμη έκφραση της σύγχρονης αυστραλέζικης λογοτεχνίας. Ο Μπέιλμπριτζ, αντίθετα, ξαναγύρισε στην ελισαβετιανή αγγλική παράδοση, άλλοτε στη μεταφυσική ποίηση του Άγγλου Τζον Ντον, με τους στίχους του Τestament of Life, άλλοτε στον Σαίξπηρ, με τα διάφορα ερωτικά του σονέτα.
Τη θέση της απομονωμένης ανωτερότητας που έχει ο Μπρέναν στην ποίηση έχει στον πεζό λόγο η Χένρι Χάντελ Ρίτσαρντσον (1870-1946). Στην πατρίδα της δεν αναγνωρίστηκε όσο στην Αγγλία, όπου πήγε δεκαεπτά ετών και έζησε σχεδόν το υπόλοιπο της ζωής της, χωρίς όμως να αποκόψει τους πνευματικούς δεσμούς της με τη γη όπου γεννήθηκε. Τα θέματά της έχουν τις ρίζες τους στον κόσμο και στην ιστορία της Α. Το σημαντικότερο έργο της είναι η τριλογία Οι τύχες του Ρίτσαρντ Μαχόνι (Τhe Fortunes of Richard Μahony, 1917-1929). Ανάμεσα σε πολλούς πεζογράφους αξίζει να σημειωθούν η Κάθριν Σουζάνα Πρίτσαρντ (1884-1969), ο Βανς Πάλμερ (1885-1959), ο Μπράιαν Πέντον (1904-1951), η Κριστίνα Στεντ, ο Λέοναρντ Μαν κ.ά.
Τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου έφεραν την Α. αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ενός πολέμου στο ίδιο της το έδαφος και τελικά την οδήγησαν στην αυτονομία. Τα γεγονότα αυτά άλλαξαν και όλη την όψη της ζωής της και έδωσαν μια νέα ώθηση και στη λογοτεχνία. Οι νέοι συγγραφείς επιδίωξαν να αποβάλουν κάθε απομεινάρι του παλιού πνευματικού επαρχιωτισμού, για να δημιουργήσουν μια λογοτεχνία που να ξεπερνάει τα εθνικά τους σύνορα. Σημαντικοί για την ανάπτυξη της αυστραλέζικης ποίησης ήταν οι Κένεθ Σλέσορ, Ρόμπερτ Φιτζέραλντ, Τζούντιθ Ράιτ, Χάρολντ Στιούαρτ (μυθολογική ποίηση), Κένεθ Μακένζι (ερωτικά ποιήματα), Ρόζμαρι Ντόμπσον (δραματικοί μονόλογοι), Μαξ Χάρις (νεωτεριστικά ποιήματα και εμπνευστής του κινήματος της πρωτοπορίας των Οργισμένων Πιγκουίνων) κ.ά. Στον πεζό λόγο διακρίθηκαν και οι Ελέανορ Νταρκ, Πάτρικ Γουάιτ (Νόμπελ λογοτεχνίας, 1973) και Τ.Α.Τ. Χάνγκεφορντ, ο οποίος στο βιβλίο του Σπορείς του αέρα (Sowers of the win, 1954) απέδωσε τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Ξεχωριστή σπουδαιότητα έχει στη σύγχρονη αυστραλέζικη λογοτεχνία το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην πνευματική καλλιέργεια και στην κοινωνία. Οι συγγραφείς που στράφηκαν σε αυτή την κατεύθυνση δημιούργησαν μια λογοτεχνία διαμαρτυρίας που έχει ως αρχέτυπο το μυθιστόρημα Καπρικόρνια (1938) του Ξαβιέ Χέρμπερτ. Άλλο σχετικό βιβλίο είναι το Εξουσία χωρίς δόξα (Ροwer without Glory, 1950) του Φρανκ Χάρντι. Οι δύο μεγαλύτεροι προοδευτικοί συγγραφείς είναι οι Τζούντα Γουάτεν και Τζον Μόρισον, ενώ αξίζει να αναφερθούν οι Κρίνα Ρόαν, Ράντολφ Στόου, Νέιλμα Σίντνεϊ, Μπέτι Κόλινς, Μπάρι Όκλεϊ και Τζακ Χίμπερντ.
Η περίοδος από το 1965 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 υπήρξε για τη λογοτεχνία της Α. μια περίοδος μεγάλης δημιουργικότητας, κατά την οποία εμφανίστηκαν αναρίθμητες λογοτεχνικές τάσεις και κατευθύνσεις. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια η περίοδος αυτή, λόγω του σύνθετου και ετερογενούς της χαρακτήρα. Η μυθολογική και συμβολική σύλληψη της γης της Α. –προσφιλές θέμα στη δεκαετία του ’50– παραχωρεί τη θέση της σε μια ρεαλιστική πεζογραφία, που εκφράζεται κυρίως από συγγραφείς που προέρχονται από τον χώρο της δημοσιογραφίας. Αυτή είναι η περίπτωση του Ρόμπερτ Ντριου, συγγραφέα τριών μυθιστορημάτων, που τιμήθηκε με τη σημαντικότατη διάκριση Walkley Αward για τον πεζό λόγο. Η τηλεοπτική κουλτούρα και οι τεράστιες τεχνολογικές αλλαγές που επήλθαν ευνοούν την εμφάνιση πειραματικών λογοτεχνικών μορφών, επηρεασμένων από τη θεματογραφία των Αμερικανών μεταμοντέρνων συγγραφέων: η ειρωνική αφήγηση του Μιούρεϊ Μπέιλ και του Ντέιβιντ Άιρλαντ, οι ποιητικοί πειραματισμοί του Τζον Τράντερ και του Τζον Φορμπς, τα σημαντικά έργα στο πεδίο της κριτικής των Μάικλ Γουάιλντινγκ και Τζένιφερ Έλισον, καθώς και το νεοπαραδοσιακό στιλ του Πίτερ Κάρεϊ αποτελούν τάσεις που μπορούν να γίνουν αντιληπτές υπό αυτό το πρίσμα.
Οι δεκαετίες 1970-80 –περίοδος που αποκαλείται και αυ-στραλέζικη αναγέννηση χάρη στην αναντίρρητη πνευματική ζωντάνια που τη χαρακτήριζε– προσδιορίζονται από την προσπάθεια αυτονόμησης της αυστραλέζικης λογοτεχνίας από την επίδραση της βρετανικής κουλτούρας και παράλληλα από την προσπάθεια συγκρότησης ιδιαίτερης εθνικής φυσιογνωμίας και ταυτότητας. Τέλος, τα λογοτεχνικά έργα των Αυστραλών που ζουν στο εξωτερικό γεννιούνται από την επιθυμία κατανόησης του ρόλου της δικής τους κουλτούρας διαμέσου των πολιτιστικών αξιών που εμπεριέχονται σε άλλες κουλτούρες. Η λογοτεχνία αυτή, που συχνά μένει στο περιθώριο, παρουσιάζει αρκετά ζωντανή όψη της αυστραλέζικης κουλτούρας και έχει να επιδείξει συγγραφείς του ύψους του Ζερμέν Γκριρ και του Πίτερ Πόρτερ.Η τέχνη των Αβοριγίνων. Η τέχνη των ιθαγενών της Α. είναι συνυφασμένη με την πρωτόγονη θρησκευτική πίστη. Περιλαμβάνει σκαλίσματα και ζωγραφική σε βράχο (ή χαραγμένα στο πάτωμα στη διάρκεια των τελετουργιών), θαυμάσιες ζωγραφικές σε φλοιό δέντρου, γλυπτά (αγάλματα και κεφάλια) σε ξύλο, πέτρα, φλοιό, κερί, άργιλο, σε πασσάλους πάνω σε τάφους, σε διάφορα αντικείμενα (ασπίδες, τόξα, μπούμερανγκ κ.ά.), καθώς και τις θαυμάσιες διακοσμήσεις πάνω στο ανθρώπινο σώμα, που γίνονται για να δώσουν στους πρωταγωνιστές της τελετουργίας ιδιαίτερη δύναμη και τη δυνατότητα να προσωποποιούν θεότητες ή προγόνους.
Αντίθετα με τους λαούς των νησιών της Ωκεανίας, κυρίως τους Πολυνησίους, οι καλλιτέχνες όλων αυτών των έργων δεν είναι ειδικοί. Οι πάντες –άντρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά– ζωγραφίζουν και λαξεύουν στοιχεία ή συμβάντα της καθημερινής ζωής, ο καθένας ανάλογα με την ικανότητά του και την έμπνευσή του.
Η τέχνη των ιθαγενών της Α. χωρίζεται σε δύο μεγάλα μέρη: σκαλίσματα και ζωγραφική πάνω σε φλοιό δέντρου και σκαλίσματα και ζωγραφική πάνω σε βράχο. Σημαντική θέση, όμως, κατέχει και το ολοστρόγγυλο γλυπτό που είναι διαδεδομένο κυρίως στη Γη του Άρνεμ. Προφανώς, η τέχνη αυτή είναι μάλλον πιο πρόσφατη· ίσως τη μετέφεραν οι Ινδονήσιοι έμποροι στις βόρειες ακτές. Οι μορφές, που παριστάνουν διάφορα πνεύματα και χρησιμοποιούνται σε εξευμενιστικές τελετουργίες, είναι πάρα πολύ σχηματοποιημένες με τα χαρακτηριστικά του προσώπου χρωματισμένα. Τα σκαλίσματα και η ζωγραφική πάνω σε φλοιό δέντρου είναι χαρακτηριστικά στις περιοχές όπου οι ιθαγενείς έχτιζαν από φλοιό τις προσωρινές τους καλύβες κατά την εποχή των βροχών. Η τέχνη αυτή είναι πολύ φθαρτή και σε μέρη όπου καλλιεργήθηκε, όπως η Νότια Α. και η Τασμανία, δεν έχει μείνει κανένα ίχνος. Κάποια στοιχεία από αυτή υπάρχουν στη Βόρεια Α., ιδίως στη Γη του Άρνεμ, στο νησί Μέλβιλ και στη ΒΔ Α. Τα χρώματα που χρησιμοποιούν κυρίως είναι τα χρώματα της γης: κόκκινο, κίτρινο, λευκό και μαύρο.
Η Γη του Άρνεμ χωρίζεται σε τέσσερις περιοχές με διαφορετικές τεχνοτροπίες: στη βορειοανατολική, όπου η βασική έμπνευση έχει θρησκευτικό χαρακτήρα και δίνεται με νατουραλιστικά και αφηρημένα σχέδια, συνδυασμένα πυκνά· στη δυτική, όπου ξεχωρίζουν δύο τεχνοτροπίες που τις βρίσκουμε και στη ζωγραφική σε βράχο, αυτή που ονομάζεται των ακτινών Χ, επειδή ζωγραφίζουν και τα εσωτερικά όργανα του ζώου, και οι πολύ λεπτές και επιμήκεις μορφές που σχεδιάζουν με κομψές γραμμές γύρω από μονόχρωμα φόντα (οι ιθαγενείς λένε ότι τα σχεδιάζουν τα καλά ξωτικά μίμι, όταν δαιμονίζονται)· στην Γκρουτ Άιλαντ, που έχει απλές μορφές μεμονωμένες ή σε ομάδες, σχεδιασμένες δικτυωτά και με στίγματα σε μαύρο φόντο· τέλος, η τεχνοτροπία του νησιού του Μέλβιλ, που είναι τόσο σχηματοποιημένη και πολύπλοκη ώστε γίνεται δύσκολη η αναγνώριση του θέματος.
Σε αυτή τη σημαντική εκδήλωση της αυστραλέζικης τέχνης έχουν εξακριβωθεί διαδοχικές τεχνοτροπίες, που ξεκινούν από την προϊστορία έως τις ημέρες μας. Η πρώτη φάση των σκαλισμάτων σε βράχο, η πιο μακρινή, που έχει συσχετιστεί με εγκαταστάσεις της λίθινης εποχής, αποτελείται από αυλάκια ακανόνιστα ή παράλληλα, δικτυωτά, ακτινωτά, συνδυασμένα με βαθιές στρογγυλές τρύπες και αποτυπώματα πουλιών. Όλα αυτά πιστεύεται ότι ήταν είτε εμβλήματα φυλών είτε το επάνω μέρος όπλων (αιχμές δοράτων και βελών), καθώς οι ιθαγενείς μερικών περιοχών νομίζουν ότι είναι απομιμήσεις ουλών. Η δεύτερη φάση είναι του γραμμικού περιγράμματος, που βρίσκεται και στα σκαλίσματα και στη ζωγραφική, στις ζώνες που απλώνονται σαν τόξο από τα ΒΔ –όπου φαίνεται ότι και άρχισε– στην κεντρική Α., έως τη Μεγάλη Διαχωριστική Οροσειρά, στα ΝΑ. Η τέχνη αυτή, αν και δεν είναι υψηλού επιπέδου, είναι η πρώτη παραστατική προσπάθεια των Αυστραλών. Με αυτήν απεικόνιζαν σε φυσικό ή σε γιγάντιο μέγεθος θεούς και ήρωες, τις πολλές γυναίκες τους, τοτεμικά ζώα, μπούμερανγκ, ασπίδες, ακόμα και σκηνές κυνηγιού και αλιείας δίνοντας σε όλα τελετουργική σημασία. Η τρίτη φάση, και αυτή της ίδιας περιοχής από τα ΒΔ στα Α, είχε και πάλι ως βάση το γραμμικό περίγραμμα, αλλά με τελείως διαφορετικά θέματα. Είναι η τέχνη του γνήσιου συμβολισμού: κύκλοι και ημικύκλια, ελικοειδείς παράλληλοι, μαίανδροι, αιχμές βελών, φτερωτά σχέδια, αποτυπώματα ζώων, είχαν όλα τεχνική και θέματα αφηρημένα και ανήκουν στην εποχή του ορείχαλκου. Και οι τρεις αυτές φάσεις ανήκουν στην προϊστορία.
Η τέταρτη και τελευταία, που υπάρχει ακόμα έως σήμερα, είναι η τέχνη των νατουραλιστικών εικόνων, που χαράσσονται με μικρά χτυπήματα πάνω στον βράχο και παριστάνουν ζώα, μυθικά πρόσωπα και κυρίως μικρά πνεύματα, σε δαιμονισμένες δυναμικές κινήσεις (κυνήγι, χορός κλπ.), παρόμοια με τα μίμι της ζωγραφικής. Η ζωγραφική πάνω σε βράχο βρίσκεται σε όλη την Α. και στην Τασμανία. Είναι μια μνημειακή, πλούσια τέχνη, που σκεπάζει τοίχους και οροφές σε εκατοντάδες σπηλιές, με πολλές παραστάσεις. Στον βορρά, τα χρώματα είναι πιο ζωηρά και τα θέματα πιο πλούσια απ’ ό,τι στον νότο. Η τεχνική της κατασκευής των χρωμάτων είναι στοιχειώδης, φτιάχνουν το κόκκινο και το κίτρινο από φυσικές ώχρες, το λευκό από καολίνη, το μαύρο από οξείδιο του μαγγανίου ή από ορυκτό άνθρακα, καμιά φορά και με ανθρώπινο αίμα. Στα βόρεια μεταχειρίζονται και το σκούρο καστανό, πορφυρό και κυανό. Για τη μόνιμη ζωγραφική (όχι δηλαδή εκείνη που γίνεται στο έδαφος, που καταστρέφεται και ξαναγίνεται ανάλογα με τις τελετές, καθώς και την τοτεμική πάνω στο ανθρώπινο σώμα) μεταχειρίζονται, για να τη σταθεροποιήσουν, ένα μείγμα με βάση το ασπράδι του αβγού, φυτική λύμφη ή κερί και μέλι ανακατεμένα. Το βασικό χρώμα είναι το κόκκινο, αλλά στη Γη του Άρνεμ είναι κοινό και το κίτρινο. Στην πιο παλιά φάση της ζωγραφικής σε βράχο τα σχέδια είναι αποτυπώματα χεριών και ποδιών ή καθημερινών αντικειμένων. Στις κεντρικές ακτές της Νέας Νότιας Ουαλίας κοντά σε αυτά τα αποτυπώματα υπάρχουν και ζώα ή άνθρωποι. Μετά ακολουθεί μια νατουραλιστική φάση με σχέδια των πνευμάτων των προγόνων, ανθρώπων, ζώων, όπλων, όλα σε κόκκινο ή λευκό ή και στα δύο χρώματα μαζί. Η επόμενη φάση έχει σχέδια σε μαύρο ή λευκό, ή λευκό και μαύρο μαζί, που παριστάνουν ζώα και πουλιά ή σκηνές από το κυνήγι του καγκουρό ή του εμού. Τέλος, υπάρχει η πολύχρωμη φάση, με μόνη μαρτυρία ένα τεράστιο προγονικό πνεύμα, με κεφάλι θηλαστικού και ένα ραβδί στα αριστερά, ζωγραφισμένο σε κόκκινο, κίτρινο, μαύρο και λευκό, που βρίσκεται στη ζώνη του Χόκσμπερι.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πλούσιες σε ζωγραφική ζώνες είναι η Γη του Άρνεμ. Σε όλη την πρώτη φάση, που έχει μεγάλη διάρκεια και κινείται από τη μονοχρωμία στην πολυχρωμία χωρίς να επηρεαστεί από την αφηρημένη τεχνοτροπία της κεντρικής Α., κυριαρχούν τα σχέδια των ζώων. Οι πρώτες ζωγραφιές είναι γραμμικά περιγράμματα σε βαθύ κόκκινο, λευκό, κίτρινο, με θέματα από τη θάλασσα, ψάρια και βάρκες από φλοιό. Μετά την ινδονησιακή επίδραση, προσέθεσαν στις παλιές συνθέσεις κόκκινο ανοιχτό χρώμα, στα μετάλλινα τσεκούρια, στις άρπαγες με τις κινούμενες άκρες και σε άλλα αντικείμενα της εποχής του ορείχαλκου. Στα δυτικά της Γης του Άρνεμ η νατουραλιστική τέχνη υποχωρεί ξαφνικά καθώς επικρατεί η τέχνη των πνευμάτων. Διάφορα όντα, που μπορούσαν να τα δουν μόνο οι μάγοι, απεικονίζονται να κυνηγούν, να τρέχουν, να χορεύουν και να κάνουν τελετές. Τα όντα αυτά είναι τα μίμι όταν είναι ψιλόλιγνα, και μόρμο όταν είναι μεγαλύτερα και στρογγυλεμένα. Αυτές οι ζωγραφικές ξεπερνούν τη λίθινη εποχή. Η τελευταία φάση της Γης του Άρνεμ είναι γνωστή ως των ακτινών Χ, με εικόνες ζώων –εκτός από το μεγάλο ψάρι μπαραμούντα, και εμού, καγκουρό, πελεκάνοι, κροκόδειλοι, φίδια– σε σχέδια δικτυωτά και με παράλληλες γραμμές πάνω σε φόντο λευκό ή κίτρινο. Στο Βόρειο Έδαφος, στη Ντέλαμερ, βρίσκονται οι τεράστιοι αδελφοί κεραυνοί, ζωγραφισμένοι με τέσσερα χρώματα με ραβδώσεις στο σώμα και πάνω από το κεφάλι που παριστάνουν τη βροχή (τα σχέδια γίνονταν πάνω από πολλές άλλες εικόνες ζώων και μορφών). Τέλος, πρέπει να αναφερθούν και οι σπηλιές του Κίμπερλι, στη δυτική Α., φημισμένες για τις εικόνες των ουοντζίνα.Πριν από τον 19ο αι., η Α. δεν είχε πραγματική αρχιτεκτονική. Ο πρώτος καιρός χαρακτηριζόταν από το παλιό αποικιακό στιλ, που έμοιαζε αρκετά με εκείνο της Αμερικής, μετά ήρθε η επίδραση του νεογοτθικού ρυθμού για τα κτίρια με θρησκευτικό χαρακτήρα (καθεδρικός ναός του Αγίου Πέτρου στην Αδελαΐδα, Άγιος Ανδρέας στο Σίδνεϊ) και του νεοκλασικού για τα δημόσια (η βουλή στην Αδελαΐδα). Στις αρχές του 20ού αι. η κατάσταση άλλαξε. Η αγγλική σχολή του Κ.Ρ. Μάκιντος επηρέασε τους Αυστραλούς αρχιτέκτονες, κυρίως τον Ρόμπερτ Χάντον, αλλά η πραγματική διδασκαλία ήρθε από την Αμερική. Η επίδραση της Σχολής του Σικάγου και ο ενθουσιασμός για τη νέα επινόηση στην αρχιτεκτονική, με τα παραδείγματα των κατασκευών του Σάλιβαν, υπερίσχυσαν τόσο πολύ ώστε να μπει σε δεύτερη μοίρα η προσπάθεια μερικών Αυστραλών αρχιτεκτόνων (ο σημαντικότερος είναι ο Ντέσμπροου Άνιαρ) να βρουν μόνοι τους, έξω από την ευρωπαϊκή και αμερικανική παράδοση, τον δικό τους ρυθμό. Σύμβολο του πόσο βαθιά προχώρησε ο ρυθμός και οι τεχνικές λύσεις της Αμερικής είναι η Καμπέρα, που τη σχεδίασε πολεοδομικά ο Αμερικανός Γουόλτερ Μπάρλεϊ Γκρίφιν, της Σχολής του Σικάγου. Η αμερικανική επίδραση, που ο Αυστραλός αρχιτέκτονας Ρόμπιν Μπόιντ ονόμασε austericanism, υπάρχει μέχρι σήμερα. Ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες κατασκευές είναι και η περίφημη Χάρμπορ Μπριτζ, η ατσάλινη γέφυρα που χτίστηκε από τον Μπράντφιλντ Φρίρμαν στο Σίδνεϊ, το θέατρο της Όπερας του Σίδνεϊ, που άρχισε το 1957 και τελείωσε το 1973 με μερικές αλλαγές στο αρχικό σχέδιο του Δανού Γιορν Ούτζον, το Κέντρο Τεχνών Βικτόρια της Μελβούρνης και η Εθνική Βιβλιοθήκη της Καμπέρας.Πολύ λίγοι ήταν οι ζωγράφοι της περιόδου του αποικισμού έως τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Ο πρώτος ήταν γνωστός ως ζωγράφος του Πορτ Τζάκσον και είχε έρθει στην Α. με τον στόλο του πλοιάρχου Φίλιπ· μετά ήταν ο Σκοτσέζος κατάδικος Τόμας Γουάτλινγκ, που είχε έρθει στο Σίδνεϊ το 1792, και οι Τζον Λέβιν και Τζον Γκλόβερ. Με τα γρήγορα σκίτσα τους, τις καθαρές υδατογραφίες και τα ζωηρά σχέδια των καγκουρό, των ψηλών ευκαλύπτων και των ιθαγενών, θέλησαν να δώσουν στην Αγγλία και στην Ευρώπη τη γοητευτική εικόνα της μακρινής αυτής νέας χώρας. Οι πρώτοι που βγήκαν από την ερασιτεχνική αυτή φάση ήταν οι λεγόμενοι Αυστραλοί ιμπρεσιονιστές, που ενδιαφέρθηκαν ζωηρά για τη φύση, τα χρώματα, τις παραλλαγές του φωτισμού και έδωσαν την αληθινή αυστραλέζικη ατμόσφαιρα, με σιγουριά και ζωηρές αποχρώσεις.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο η νατουραλιστική ιμπρεσιονιστική παράδοση, αν και εξουσίαζε ακόμα τη Μελβούρνη με τους ζωγράφους Ρ. Μπάνι, Μ. Μέλντραμ και Τ. Λάμπερτ και το Σίδνεϊ με τη σχολή του Τζούλιαν Άστον, άρχισε να δείχνει σημάδια κόπωσης. Οι νέοι άρχισαν να ελκύονται από τα καινούργια ρεύματα που έφταναν από την Ευρώπη. Μόνο κατά το 1930 ο Αυστραλός ζωγράφος Τζορτζ Μπελ, προικισμένος κριτικός και δάσκαλος, κατάλαβε την αξία της μεταϊμπρεσιονιστικής ζωγραφικής και ίδρυσε σχολή στη Μελβούρνη, που έγινε γρήγορα η εστία μιας πιο σύγχρονης και συνειδητής ζωγραφικής.
Αρχίζοντας από το ίδιο κοινό σημείο, οι ζωγράφοι ακολούθησαν τις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις, διαλέγοντας καθένας τα ευρωπαϊκά πρότυπα που του ταίριαζαν περισσότερο και προχωρώντας στην αναζήτηση της δικής του προσωπικής έκφρασης. Αναδείχτηκαν έτσι από την ίδια σχολή, ο Ράσελ Ντράισντεϊλ που προσπάθησε να εισχωρήσει στο δράμα της σιωπής και της απομόνωσης του κόσμου του άουτμπακ (οι ζώνες του εσωτερικού), ο Σίντνεϊ Νόλαν, γνωστός για μια σειρά από πίνακες μυθικοσυμβολικούς με τις περιπέτειες του Νεντ Κέλι, ο Άρθουρ Μπόιντ, θαυμαστής των Ευρωπαίων εξπρεσιονιστών και ιδίως του Σαγκάλ, ο Άλμπερτ Τάκερ, εξπρεσιονιστής με μια σειρά από πίνακες που δημιούργησε το 1940 (Εικόνες του κακού), ο Τζον Πέρσιβαλ και, τέλος, η ομάδα των κοινωνικορεαλιστών με τους Τζοσλ Μπέργκνερ, Βίκτορ Ο’ Κόνορ, Νόελ Κάνιγχαμ κ.ά.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, το Σίδνεϊ έγινε η ιδανική πρωτεύουσα της καλλιτεχνικής ζωής της χώρας. Μεταξύ των ζωγράφων που εργάστηκαν σε αυτή την πόλη ήταν και οι Ελάιν Χάξτον, Γουίλιαμ Ντόμπελ (ο μεγαλύτερος προσωπογράφος της Α. έως σήμερα), Τζον Πάσμορ και Γιαν Φεργουέδερ.Είναι φανερό ότι η γλυπτική της Α. προέρχεται από την ευρωπαϊκή παράδοση, ιδίως την αγγλική, αλλά τα αποτελέσματά της είναι κατώτερα από αυτά της ζωγραφικής. Η παραστατική γλυπτική αντιπροσωπεύεται από τους εξής καλλιτέχνες: Τίνα Γουέντσερ, Άρθουρ Φλάσμαν, Δάφνη Μάγιο και Λίντον Ντάντσουελ. Δεν λείπουν και όσοι ακολούθησαν τις πιο πρόσφατες και επαναστατικές λύσεις της πλαστικής τέχνης, όπως ο Στέφεν Γουόκερ που επικάλυψε με ορείχαλκο τα ξύλινα γλυπτά του. Η Μάργκαρετ Χίντερ έφτιαξε αξιόλογα μόμπιλς από μεταλλικές κλωστές, με παράδειγμα τον Άγγλο Τσάντγουικ. Τέλος, ο Κλεμ Μίντμορ αντιπροσωπεύει τη γλυπτική υλικών με ανώμαλες και τραχιές μεταλλικές επιφάνειες.Η δημιουργία εθνικού θεάτρου ήταν υπερβολικά δύσκολη. Όλο τον 19ο αι. οι δραματουργοί ήταν λίγοι και αυτοί που έγραφαν για το θέατρο δεν ασχολούνταν συστηματικά. Αυτή είναι η περίπτωση του Γουίλιαμ Φόρστερ (1818-1882) και του ποιητή Τσάρλς Χάρπορ, ενώ ο Ντέιβιντ Μπαρν (1799-1875) εργάστηκε περισσότερο και απέκτησε τη φήμη δραματουργού. Η αιτία της πενίας αυτής των θεατρικών έργων ήταν η έλλειψη κοινού που να ζητεί αυστραλέζικα έργα: οι θεατρικοί επιχειρηματίες ανέβαζαν έργα ξένων συγγραφέων και άφηναν τα αυστραλέζικα για τις παραστάσεις κατώτερου επιπέδου.
Πολλοί κωμωδιογράφοι, όπως ο Χάντον Τσάμπερς, προτίμησαν το Λονδίνο από την πατρίδα τους. Τη μεγαλύτερη προσπάθεια για να κινήσουν το ενδιαφέρον του κοινού έκαναν ο Λούις Έσον (1879-1943) και ο Βανς Πάλμερ (1885-1959), όταν ίδρυσαν τον φημισμένο θίασο των Πρωτοπόρων (Pioneer Players) και άρχισαν να γράφουν και να παρουσιάζουν έργα που μπορούσαν να σταθούν πλάι στα ξένα. Προσπάθειες για να ενισχυθεί η αυστραλέζικη δραματουργία έκαναν επίσης το Abbey Theatre του Δουβλίνου και οι συγγραφείς της κελτικής αναγέννησης. Η σχέση όμως μεταξύ του ιρλανδικού και του αυστραλέζικου θεάτρου δεν ξεπέρασε τα όρια ενός δεσμού απλώς βασισμένου στον θαυμασμό και δεν είναι δυνατό να καθοριστεί η σύγκριση των αμοιβαίων αποτελεσμάτων με βάση την καλλιτεχνική αξία.
Έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο κυριαρχούν ο νατουραλισμός και ο κοινωνικός ρεαλισμός σχεδόν στο σύνολο της θεατρικής παραγωγής, που, από την άλλη μεριά, χαρακτηρίζεται από έλλειψη θεατρικής τεχνικής και ανικανότητα έκφρασης. Υπό αυτό το πρίσμα, δικαίως το έργο του Ντάγκλας Στιούαρτ, Νεντ Κέλι, που παίχτηκε το 1943, θεωρήθηκε η αρχή μιας πιο ώριμης φάσης του αυστραλέζικου θεάτρου. Πρώτη φορά δόθηκε πραγματικό βάρος στη γλώσσα που αποτέλεσε το σπουδαιότερο μέσο έκφρασης. Το παράδειγμα του Στιούαρτ ήταν χρήσιμο και για άλλους θεατρικούς συγγραφείς, αν και πολλοί νόμισαν ότι ήταν αρκετό να προσθέσουν λίγη τοπική διάλεκτο για να δημιουργήσουν μια θεατρική γλώσσα αποτελεσματική και χαρακτηριστική. Παρ’ όλα αυτά, μόνο τα τελευταία χρόνια το αυστραλέζικο θέατρο έφτασε σε υψηλό επίπεδο και άρχισε να διαδίδεται και στην Αμερική, τον Καναδά και την Ευρώπη, χάρη στα έργα των Ρέι Λόουλερ, Άλεξ Μπούζο, Ντέιβιντ Γουίλιαμσον, Ρον Μπλερ και Τζακ Χίμπερντ.Η κινηματογραφική παραγωγή της Α. άρχισε τα πρώτα χρόνια του 20ού αι., με πρωτοβουλία του Στρατού της Σωτηρίας, που παρουσίασε την ταινία Οι στρατιώτες του Σταυρού (Soldiers of the Cross, 1902) των Μπουθ και Πέρι, που ίσως ήταν ανάμεσα στις πρώτες ταινίες μεγάλου μήκους που γυρίστηκαν τότε. Γρήγορα η παραγωγή σταθεροποιήθηκε σε έναν αριθμό περίπου δέκα ταινιών τον χρόνο και περιλάμβανε πολεμικές, όπως Η Αυστραλία καλεί (Αustralia Calling, 1909) του Λάνγκφορντ, επιστημονικής φαντασίας, όπως το Μήνυμα από τον Άρη (Μessage from Μars, 1909) και κοινές αισθηματικές κωμωδίες. Γύρω στο 1920 η Α. είχε πολύ περισσότερες κινηματογραφικές αίθουσες και θεατές σε σχέση με την Ευρώπη, αλλά της έλειπαν οι καλοί σκηνοθέτες για να αναπτύξει μια δική της παραγωγή ποιότητας, με μόνη εξαίρεση τον Τσαρλς Τσόβελ, που άρχισε το 1926 με το Μoth of Μoonbi.
Στη δεκαετία του 1950 συντελέστηκε κάποια πρόοδος με τον Σέσιλ Χολμς, με πρώτο του έργο το Κάπτεν Θάντερμπολτ (1951) και μετά με το πιο ενδιαφέρον Τρία σε ένα (Τhree in one, 1955). Οι νέες γενιές έδειξαν αρκετό ενδιαφέρον στα πειραματικά έργα της ομάδας Ούμπου που ιδρύθηκε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960: Μαρινέτ (1964) και Μπολερό (1968).
Με τη δημιουργία από την εργατική κυβέρνηση της Αustralian Film Cοmmission (1972), η αυστραλέζικη κινηματογραφία εισέρχεται στον ανώτερο παγκόσμιο χώρο, με ταινίες γυρισμένες από αξιόλογους σκηνοθέτες. Πρώτος απ’ όλους είναι ο Πίτερ Γουάιαρ (βλ. λ.), που είχε εμφανιστεί το 1971 υπογράφοντας μαζί με τους Μπράιαν Χάνατ και Όλιβερ Χάουιζ το Τρεις φεύγουν (Τhree to go). Ολοκληρωμένος συγγραφέας ο Γουάιαρ, με το Ρicnic at Ηanging Rock (1976), έδωσε ένα έργο με λεπτή γοητεία, στο οποίο χρησιμοποίησε ένα μυστηριώδες συμβάν των αρχών του 20ού αι. για να ερευνήσει το εσωτερικό ενός αριστοκρατικού κολεγίου θηλέων. Ανήσυχη ατμόσφαιρα έχει και η ταινία του Το τελευταίο κύμα (Τhe last wave, 1977).
Παγκόσμια επιτυχία σημείωσε το Κυριακή πολύ μακρινή (Sunday too far away, 1975) του Κεν Χάμαν, που διηγείται την πρώτη απεργία που έκαναν οι κουρείς των προβάτων. Καλές ταινίες ήταν και Η Κάντι (1976) του Ντόναλντ Κρόμπι, η ιστορία μιας γυναίκας που εργάζεται σε ένα μπαρ, και Ο άνθρωπος του κινηματογράφου (Τhe picture show man, 1977) του Τζον Πάουερ. Πολλοί είναι οι σκηνοθέτες που συνέβαλαν στην όλο και μεγαλύτερη άνοδο του αυστραλέζικου κινηματογράφου, όπως οι Τζόαν Λονγκ, Άλαν Άντερσον, Μπρους Μπέρεσφορντ κ.ά.
Η ίδρυση του Αustralian Film Development Corporation (ΑFDC), στη δεκαετία του 1970, για την ενθάρρυνση της δημιουργίας ταινιών ποιότητας, συνέβαλε σε μια μεγαλύτερη άνθηση του αυστραλέζικου κινηματογράφου, με ταινίες που είχαν διεθνή επιτυχία, όπως το Βreaker Μorant (1980) του Μπρους Μπέρεσφορντ, αντιμιλιταριστική ταινία γύρω από τρεις Αυστραλούς αξιωματικούς που δολοφονούσαν τους αιχμαλώτους στη διάρκεια του πολέμου των Μπόερς, και Καλλίπολη (1981) του Πίτερ Γουάιαρ, ρεαλιστική αντιπολεμική ταινία που διηγείται την ιστορία δύο Αυστραλών, μελών του αυστραλέζικου στρατιωτικού τμήματος που παίρνει μέρος στην εκστρατεία των Δαρδανελίων, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 αρχίζει να αναπτύσσεται και η ταινία εποχής, ένας τρόπος επιβεβαίωσης ότι η Α. των λευκών είχε ιστορία και παράδοση. Από τις πιο σημαντικές ταινίες του είδους αναφέρουμε το Μy Βrilliant Career (1979), φεμινιστική ταινία της Γκίλιαν Άρμστρονγκ, καθώς και το Τhe Chant of Jimmie Βlacksmith (1978) του Φρεντ Σκέπισι, που παρουσίαζε με οργισμένο τρόπο την πλευρά των Αβοριγίνων της Α. Παράλληλα, γυρίζονταν και ιστορικές ταινίες όπως το Νewsfront (1978) του Φίλιπ Νόις, που παρουσίαζε μέσα από επίκαιρα την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου στην περίοδο 1948-56. Από τις πιο σημαντικές ταινίες της δεκαετίας του ’70 ήταν και το Μαντ Μαξ (1979) του Τζορτζ Μίλερ, βίαιη, φουτουριστική περιπέτεια που είχε μεγάλη διεθνή εμπορική επιτυχία, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν διάφορες συνέχειες καθιερώνοντας τον πρωταγωνιστή της Μελ Γκίμπσον (βλ. λ.), που αμέσως μετά τον προσέλκυσε το Χόλιγουντ. Ανάμεσα στις μεγάλες εμπορικές ταινίες της δεκαετίας του ’80 ήταν και η ταινία Ο κροκοδειλάκιας (1988) του Πίτερ Φέιμαν με τον Πολ Χόγκαν, καθώς και η συνέχειά του. Τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να εμφανίζονται νέοι σκηνοθέτες, όπως ο Πολ Κοξ (Μan of Flowers, 1983, Ιsland, 1989), η Τζέιν Κάμπιον, ο Γιάχου Σίριους (Υoung Εinstein, 1988), ο Τζον Ντούιγκαν (Romero, 1989, Flirting, 1992), ο Μπαζ Λέρμαν (Τα βήματα που γοητεύουν, 1992, Μουλέν Ρουζ, 2002), η Τζοσλίν Μούρχαουζ (Ρroof, 1991) κ.ά.Η μουσική ζωή στην Α. δεν έχει στοιχεία με κοινή παράδοση. Καθένα έχει ξεχωριστή καταγωγή και ανεξάρτητη εξέλιξη. Παρουσιάζει έτσι ένα μωσαϊκό αρκετά πλούσιο, στο οποίο διακρίνονται τέσσερις βασικοί κύκλοι: (α) η αυθόρμητη μουσική έκφραση με την ποικίλη και άφθονη κληρονομιά των σχεδόν νομαδικών φυλών που κατοικούν στη Γη του Άρνεμ και στην κεντροδυτική έρημο, (β) το επηρεασμένο από το αγγλικό πνεύμα folk-song ή λαϊκό τραγούδι επικολυρικό, (γ) μια λυρική και συμφωνική μουσική γνήσιας ευρωπαϊκής παράδοσης και (δ) ένα ζωηρό κίνημα τζαζ.
Η μουσική των ιθαγενών παρουσιάζει τα βασικά χαρακτηριστικά της πρωτόγονης μουσικής. Το μουσικό στοιχείο, που είναι συνυφασμένο με ένα σύμπλεγμα μυθικό-εθιμικό, συνταυτίζεται με ποικίλα μαγικά νοήματα, με τελετές, με κοσμογονικές ερμηνείες. Το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου είναι η εκτέλεση χορικών μονωδιών ή η εναλλαγή μεταξύ του σολίστα και του χορού, υπάρχουν όμως και μορφές πολυφωνικού συνόλου. Εκτός από τα κρουστά όργανα που βρίσκονται σε μεγάλη ποικιλία, υπάρχει και το ντιτζεριντού (didgeridoo), ένα είδος πρωτόγονης σάλπιγγας που αποτελείται από έναν ξύλινο σωλήνα, μήκους ενός μέτρου, που κανονικά βγάζει έναν μόνο φθόγγο. Το φολκ τραγούδι, εμπνευσμένο από τη χαρακτηριστική βορειοδυτική ευρωπαϊκή μπαλάντα, είναι διαδεδομένο κυρίως μεταξύ των βοσκών και των κουρέων των ζώων, στις μεγάλες αγροικίες. Οι μπαλάντες έχουν κείμενα με χαρακτηριστικά σκληρότητας, αυτοελέγχου, πνεύματος ανεξαρτησίας, αρετές που πάντα ήταν απαραίτητες στους πιονιέρους που έφευγαν για να κατακτήσουν νέα εδάφη. Μερικά τραγούδια είναι εμπνευσμένα από τους χρυσοθήρες και άλλα αναφέρονται στους ηρωισμούς των κουρέων των προβάτων. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και η μπαλάντα που διηγείται τα κατορθώματα του λαϊκού ήρωα Τζακ Ντόναχιου, εξερευνητή και κυνηγού.
Στα μέσα του 19ου αι. μερικοί Ιταλοί μετανάστες άρχισαν να διαδίδουν τη λυρική όπερα, με τακτικές θεατρικές περιόδους και συναυλίες. Στην αρχή οι πρωταγωνιστές ήταν Άγγλοι και Ιταλοί, αλλά με την ενίσχυση μερικών Αυστραλών καλλιτεχνών που έδωσαν παραστάσεις και ένθερμη υποστήριξη, όπως η Νέλι Μέλμπα και ο Τ. Γουίλιαμσον, στις αρχές του 20ού αι. η χώρα απέκτησε έναν λυρικό θίασο τελείως αυστραλέζικο, την Αustralian Νational Οpera Company. Τη μουσική ζωή της χώρας τόνωσε και η πιο φημισμένη Αυστραλέζα σοπράνο Τζόαν Σάδερλαντ (1926) με την επιστροφή της στην πατρίδα. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που προσπαθούν να προωθήσουν τη μουσική στην Α. είναι και οι συνθέτες Πίτερ Τάχουρντιν, Μάλκομ Γουίλιαμσον, Λάρι Σίτσκι, Ντον Μπανκς, Φίλιξ Βέρντερ κ.ά.
Από το 1940 άρχισε το ενδιαφέρον για την τζαζ. Υπό τη διεύθυνση του Ρότζερ Μπελ σχηματίστηκε μια ορχήστρα παραδοσιακού τύπου, που ενδιαφερόταν για την αναβίωση του στιλ ντίξιλαντ. Μετά άρχισε να αρέσει στους Αυστραλούς η πιο σύγχρονη τζαζ και έτσι ένα νέο σχήμα, το αυστραλέζικο κουαρτέτο τζαζ, με καινούργιους σολίστες, όπως οι Ντον Μπάροους και Μπράιαν Καντ, είχε μεγάλη επιτυχία.
Σε ό,τι αφορά την ποπ μουσική, η Α. τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει δώσει αρκετούς μεγάλους καλλιτέχνες στο παγκόσμιο στερέωμα, σε όλες τις εκφάνσεις της ποπ: από τους INXS (με τον αδικοχαμένο Μάικλ Χάτσενς) και τους AC/DC έως την Κάιλι Μινόγκ, κι από τους περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένους Midnight Oil έως τον μετανάστη Νικ Κέιβ, η μουσική σκηνή της Α. τροφοδοτεί συνεχώς με νέα ταλέντα την αγγλοσαξονική δισκογραφία.Τυπικά γνωρίσματα του κοινωνικού χαρακτήρα των Αυστραλών είναι το βαθύ αίσθημα ισότητας (αν και η χώρα τους παρουσιάζει μεγάλες εκφάνσεις ανισότητας) και το λίγο επαναστατικό, λίγο αναρχικό, αλλά και ατομικιστικό πνεύμα. Την ελευθερία που δεν είχαν οι πατέρες τους και που τόσο αγωνιούσαν να έχουν, την έχουν σήμερα τα παιδιά και τη σέβονται πραγματικά. Όποιος παίρνει ταξί στις πόλεις της Α. πρέπει να καθίσει κοντά στον οδηγό και οι γυναίκες ψήφισαν 31 ολόκληρα χρόνια πριν απ’ ό,τι στην Αγγλία.
Άλλο χαρακτηριστικό στην Α. είναι η σχέση μίσους-αγάπης που έχουν για τους Άγγλους. Είναι οι Αυστραλοί αγγλόφοβοι; Και ναι και όχι. Η κατάσταση είναι περίπλοκη και αντιφατική. Ο λόγος είναι ότι οι Αυστραλοί για πολύ καιρό αισθάνθηκαν εξαρτημένοι, οικονομικά και πολιτικά, συνεπώς και ιστορικά από τη Μεγάλη Βρετανία (όλες οι όψεις της ζωής τους, κοινωνικής και ατομικής, είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση της αγγλικής). Όποιος πηγαίνει στην Α., έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται στην Αγγλία. Τα αυτοκίνητα και οι εφημερίδες μοιάζουν με πιστά αντίγραφα των αγγλικών, στις παμπ πίνουν μαύρη μπίρα και ουίσκι και πολλά άλλα. Ακόμα και σήμερα μπορούμε να σχολιάσουμε την Α. με τα λόγια του κόμη ντε Μποβουάρ, όταν είχε αποβιβαστεί στη Μελβούρνη κατά τον 19ο αι.: «Κάθε πράγμα σε αυτή την πόλη μοιάζει σαφώς, εκτός από τους φαρδείς της δρόμους, με την Αγγλία. Και αφού δείτε τον τόπο, σας φαίνεται ότι το τοπικό χρώμα αυτής της χώρας έγκειται στο ότι δεν έχει κανένα τοπικό χρώμα…».
Μέρος της ύπαρξης και της ψυχολογίας των γυναικών στην Α., συνδεδεμένο με τον τρόπο ζωής τους στην κοινωνία, είναι η λέσχη. Υπάρχουν χιλιάδες γυναικείες λέσχες, όπου εγγράφονται τόσο οι κυρίες της καλής κοινωνίας του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης όσο και οι γυναίκες των απομονωμένων χωρικών των δυτικών περιοχών (αν ποτέ χρειαστεί, παίρνουν μέρος στη ζωή της λέσχης τους και με αλληλογραφία). Οι λέσχες αυτές έχουν πολλές και διάφορες επιδιώξεις και ενδιαφέροντα: υπάρχουν λέσχες για όποιες αγαπούν τη ζαχαροπλαστική, άλλες για εκείνες που εκτρέφουν κουνέλια, άλλες για την υποστήριξη της λαϊκής μουσικής κ.ο.κ. Ο πραγματικός όμως σκοπός είναι να βρεθούν μαζί, να πιουν ένα φλιτζάνι τσάι και να μιλήσουν συμπληρώνοντας οποιοδήποτε κενό από την έλλειψη των ατομικών και κοινωνικών δεσμών. Πολλές λέσχες έχουν καθαρά καλλιτεχνικούς σκοπούς· έτσι, πολύ συχνά διοργανώνουν εκθέσεις για τους νέους ζωγράφους, συναυλίες και διαλέξεις.
Εάν η λέσχη είναι ο θεσμός των γυναικών, η παμπ είναι το καταφύγιο των ανδρών. Αντιπροσωπεύει, κατά κάποιον τρόπο, έναν από τους στυλοβάτες της ζωής και του κοινωνικού αυστραλέζικου συστήματος. Πραγματικά, σε αυτό τον χώρο ο άντρας μπορεί να μιλά ελεύθερα με τον διπλανό του στο μπαρ, αποβάλλοντας τις ανησυχίες, την ανία και τη ρουτίνα της δουλειάς και της οικογένειας, και ακόμα μπορεί να καλλιεργήσει τη δημοκρατία και το αίσθημά του για ισότητα, αφού στις παμπ όλοι είναι ίσοι και δεν υπάρχει ούτε πλούσιος ούτε προνομιούχος.
Οι αιτίες για τις οποίες οι κάτοικοι της εξοχής προτιμούν να ζουν απομονωμένοι είναι δύο: οι μεγάλες αποστάσεις και ο αποικισμός στο εσωτερικό, που έγινε όπως στην Αμερική και δημιούργησε μεμονωμένες αγροικίες, οι οποίες αποτελούνται από μία και μόνο οικογένεια. Αν όμως δεν υπάρχει το χωριό, υπάρχουν οι μικρές αγροτικές πόλεις, που έχουν χρέος να προσφέρουν τις αναγκαίες υπηρεσίες τους σε όλες τις γύρω αγροικίες, που είναι διασκορπισμένες πολλές φορές σε ένα έδαφος μερικών χιλιάδων τετραγωνικών χιλομέτρων. Οι κάτοικοι αυτής της μικρής πόλης δεν είναι φάρμερ, αλλά πολίτες, τεχνικοί, υπάλληλοι, έμποροι, επαγγελματίες. Όταν ο φάρμερ έρχεται στην πόλη, αξιοποιεί όλες τις ανέσεις που του παρέχονται: τον κινηματογράφο, το συνεργείο, το μεγάλο κατάστημα, την πισίνα, την τράπεζα, τον γιατρό, τον παπά και ασφαλώς την παμπ.
Κάτω από το εξωτερικό επίχρισμα της επιφύλαξης και της αδιαφορίας, ένας dinkum aussie (αυθεντικός Αυστραλός) είναι μανιώδης με τα παιχνίδια, τα άλογα και τον αθλητισμό. Κάθε χρόνο, την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου γίνονται οι πιο σπουδαίες ιπποδρομίες της Α., η Μelbοurne Cup. Το πάθος των Αυστραλών για τις κούρσες (το πλήθος που πηγαίνει στις ιπποδρομίες κάθε Σάββατο είναι εντυπωσιακό) είναι συνδεδεμένο με την αγάπη τους για τα άλογα: σε όλη τη χώρα (παρότι είναι μια από τις πρώτες στον κόσμο σε αριθμό αυτοκινήτων) χρησιμοποιούν ακόμα τα άλογα και οι σχολές ιππασίας είναι πολυάριθμες. Κάθε χρόνο γίνονται εκατοντάδες γιορτές, τύπου αμερικανικού ροντέο, όπου οι μπάκτζαμπερς δαμάζουν άγρια άλογα.
Το άλλο μεγάλο πάθος των Αυστραλών, μετά τις ιπποδρομίες και τα άλογα, είναι ο αθλητισμός. Η Α. είναι μία από τις τέσσερις χώρες που πήραν μέρος σε όλους τους Ολυμπιακούς αγώνες της σύγχρονης εποχής. Οι κολυμβητές και οι τενίστες είναι μεταξύ των καλύτερων του κόσμου. Διεθνώς αναγνωρισμένοι είναι και οι παίκτες του κρίκετ, του ράγκμπι και του γκολφ. Οι τέλειες αθλητικές εγκαταστάσεις και το κλίμα βοηθούν και επιτρέπουν στους αθλούμενους να γυμνάζονται όλο τον χρόνο. Από τα πιο δημοφιλή επίσης είναι το κολύμπι και το σέρφινγκ, που ευνοούνται από τα καλοκαίρια που διαρκούν πολύ, τις θαυμάσιες ακρογιαλιές και τις πολυάριθμες πισίνες.Η αυστραλέζικη κουζίνα θεωρείται ένα κακό αντίγραφο της αγγλικής, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Εμπλουτίστηκε από τις επιδράσεις των διαφόρων ρευμάτων των μεταναστών, και έτσι υπάρχει μια εθνική αυστραλέζικη κουζίνα. Πολλές είναι οι σπεσιαλιτέ της, μεταξύ των οποίων η σούπα από ουρές καγκουρό, τα τηγανητά αυγά κύκνου, τα διάφορα στιφάδα, με κριάρι, ψάρια, στρείδια κ.ά., οι διάφοροι τρόποι που φτιάχνουν τα τροπικά φρούτα και τα πολύ δημοφιλή ουάλαμπι σουπ (σούπα από πουρέ καγκουρό) και σταφτ μότον (μπούτι κριαριού χωρίς κόκαλα, γεμιστό). Το κρέας το τρώνε σε κάθε ευκαιρία, στο γεύμα, στο χάι τι· το απόγευμα, στο δείπνο. Καλό, και όχι ακριβό, είναι και το ντόπιο κρασί.
Οι ιθαγενείς. Οι ιθαγενείς της Α. ζούσαν πολυάριθμοι και ήσυχοι στις περιοχές τους, ασχολούμενοι με το κυνήγι κατά μήκος των ακτών, πριν έρθουν οι λευκοί και τους εξοντώσουν. Η σφαγή άρχισε χωρίς οίκτο και λογική. Χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα, από τη συστηματική εξολόθρευση που έκαναν ο στρατός και οι άποικοι μέχρι τις δηλητηριασμένες τροφές που εγκατέλειπαν στο δάσος. Από τους 200.000-300.000 που ήταν, έμειναν λίγες χιλιάδες.
Σήμερα, οι λίγοι που δεν θέλησαν να ζήσουν μαζί με τους λευκούς έχουν αποτραβηχτεί στα άγονα κεντρικά εδάφη, στη χερσόνησο του Γιορκ και κατά μήκος των ΒΔ ακτών. Οι ιθαγενείς της Α. και της Τασμανίας ανήκουν στην ομάδα των Αυστρο-Μελανησίων και έχουν πολύ πρωτόγονα χαρακτηριστικά. Ζουν σε μικρές κοινότητες που αποτελούνται κατά μέσο όρο από δέκα οικογένειες, η οικονομία των οποίων στηρίζεται στο κυνήγι και τη συγκομιδή, γι’ αυτό είναι υποχρεωμένοι να είναι νομάδες. Δεν γνωρίζουν τη γεωργία και όταν δεν βρίσκουν θηράματα, μεταναστεύουν για να τα βρουν, μένοντας όμως πάντα στα όρια της περιοχής τους για το κυνήγι, που έχει στο κέντρο το μόνιμο χωριό τους, στο οποίο επιστρέφουν περιοδικά.
Η οργάνωση της κοινωνίας τους έχει ένα σύστημα που διαιρεί τη φυλή σε δύο γαμήλιες τάξεις εξωγαμικές με καταγωγή μητρογονική. Όσοι ανήκουν στην ίδια τάξη δεν μπορούν να έχουν ερωτικές σχέσεις μεταξύ τους και παντρεύονται μόνο με τα μέλη της άλλης τάξης, για να αποφευχθεί η αιμομιξία. Εκτός από τις γαμήλιες τάξεις, υπάρχει και ένας άλλος διαχωρισμός, σε εξωγαμικές φατρίες με οργάνωση πολύ περίπλοκη· σε αυτές η καταγωγή είναι πατρογονική. Η συγκομιδή των φρούτων και των ριζών και η εκτροφή μικρών ζώων (φιδιών, εντόμων, σκουληκιών κλπ.) είναι καθήκον των γυναικών και των παιδιών· οι άντρες πηγαίνουν στο κυνήγι με τη βοήθεια των σκυλιών τους (ντίνγκο, ράτσα σκυλιών της Α.) που είναι τα μόνα κατοικίδια ζώα που γνωρίζουν. Τα όπλα τους είναι αρκετά χονδροειδή, από ξύλο, γιατί η πέτρα χρησιμοποιείται μόνο για τα τσεκούρια και τα εργαλεία τους. Λόγχες, ραβδιά, ρόπαλα είναι τα πιο κοινά όπλα, εκτός φυσικά από το μπούμερανγκ, που είναι το πιο τυπικό των ιθαγενών της Α., γνωστό σε όλη την ήπειρο, εκτός από μερικές ζώνες στο Βόρειο Έδαφος και στην Κουίνσλαντ. Ένα άλλο όπλο που χρησιμοποιούν πολύ είναι το γουμόρα, ένα ραβδί μήκους περίπου ενός μέτρου, που λειτουργεί ως προωστήρας για την κοινή λόγχη.
Το θρησκευτικό αίσθημα, που εκφράζεται με χορούς, είναι πολύ ζωηρό στους ιθαγενείς, αν και δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κάποια ειδική θεότητα. Οι περισσότερες φυλές ακολουθούν τον τοτεμισμό· κάθε ιθαγενής πιστεύει ότι κατάγεται από ένα ζώο ή φυτό ή φρούτο, το οποίο τιμά για όλη του τη ζωή, σε τέτοιο βαθμό, που αν το τοτέμ του είναι φαγώσιμο, προτιμά να πεθάνει από την πείνα παρά να το φάει.Η Α. ενδιαφέρει τουριστικά ως νέα χώρα, με μια φύση με μεγάλη ποικιλία, από την τροπική ακτή της Κουίνσλαντ με το θεαματικό Μεγάλο Κοραλλιογενές Φράγμα, στην εύκρατη ΝΑ ακτή γύρω από το Σίδνεϊ, στις Αυστραλιανές Άλπεις με τα Κυανά Όρη, στα μεγάλα αγροκτήματα και τα βοσκοτόπια στην Κουίνσλαντ, τη Νέα Νότια Ουαλία και Βικτόρια έως το ευρύ και έρημο υψίπεδο που σκεπάζει σχεδόν όλο το κεντρικό και το δυτικό μέρος της ηπείρου και το εσωτερικό του οποίου, είναι η πιο χαρακτηριστική ζώνη της χώρας, για την ομορφιά της με τα βουνά με τα απίστευτα χρώματα και τις περιοχές που μένουν οι ιθαγενείς.
Η Ολυμπιάδα του Σίδνεϊ του 2000 βοήθησε στην ανάδειξη των φυσικών ομορφιών της χώρας και η Α. αποτελεί πράγματι έναν νέο πόλο έλξης τουριστών από όλο τον κόσμο. Στην Α. μπορεί να φτάσει κανείς με πλοίο (περίπου ένας μήνας ταξίδι), καθώς υπάρχουν πολλές γραμμές από τα ευρωπαϊκά λιμάνια. Πολυάριθμες επίσης είναι οι αεροπορικές γραμμές που συνδέουν την Ευρώπη (καθημερινές πτήσεις από την Αθήνα), την Ασία, τη Νότια Αφρική, τη Βόρεια Αμερική και την Ωκεανία με το Σίδνεϊ, τη Μελβούρνη, το Μπρίζμπεϊν, το Ντάρβιν κ.ά. Πηγαίνοντας από την Ευρώπη στην Α. μπορεί κανείς με λίγο μεγαλύτερα έξοδα, να κάνει τον γύρο του κόσμου, αν δεν γυρίσει δηλαδή μέσω Ασίας. Με το ίδιο αεροπορικό εισιτήριο για το πιο απόμακρο μέρος της ηπείρου, χωρίς καμιά επιβάρυνση, μπορεί να επισκεφθεί κανείς και όλες τις πιο κοντινές ζώνες της Α. και της Τασμανίας. Υπάρχουν και εισιτήρια με χαμηλές τιμές, αλλά με ορισμένους περιορισμούς. Για το ταξίδι χρειάζεται βίζα και το εισιτήριο της επιστροφής, μαζί με το πιστοποιητικό του εμβολιασμού κατά της ευλογιάς.
Το Σίδνεϊ, κυριότερο αεροδρόμιο της ηπείρου, απλώνεται κατά μήκος του όμορφου και δαντελωτού όρμου του Πορτ Τζάκσον, που ενώνεται με μια γιγαντιαία γέφυρα. Δίπλα στα πιο παλιά κτίρια των αρχών του 19ου αι., που μερικά έχτισαν αρχιτέκτονες κατάδικοι, υψώνονται ουρανοξύστες και τολμηρές σύγχρονες κατασκευές (θέατρο της Όπερας). Το Αυστραλιανό Μουσείο (ιδίως το τμήμα για τους ιθαγενείς), η Πινακοθήκη της Νέας Νότιας Ουαλίας, ο ζωολογικός κήπος Ταρόνγκα, ο Εθνικός Βασιλικός Κήπος και το εθνικό πάρκο Κου-Ρινγκ-Γκάι-Τσέιζ, όπου διατηρείται η πανίδα και η χλωρίδα του τόπου, καθώς και ο κοντινός κόλπος του ποταμού Χόκσμπερι, είναι τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της περιοχής. Επίσης, αξίζει ένα μικρό ταξίδι από το Σίδνεϊ μέχρι την Καμπέρα, την πρωτεύουσα με τις φαρδιές λεωφόρους, τους κήπους, τα πάρκα και την τεχνητή λίμνη (γύρος με πλοίο, επίσκεψη στο αστεροσκοπείο του Μόντε Στρόμολο). Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον στην περιοχή έχουν οι Αυστραλιανές Άλπεις, με το εθνικό πάρκο Κοσιούσκο και τη λίμνη Γιουκαμπίνι. Ειδικό ενδιαφέρον έχουν επίσης οι κολοσσιαίες αρδευτικές εγκαταστάσεις, με τις οποίες άλλαξαν με σήραγγες τον ρου των ποταμών από τη θάλασσα προς τις δυτικές πεδιάδες, διαμέσου των βουνών.
Η Μελβούρνη είναι ίσως η πιο αγγλική από τις μεγάλες πόλεις (υπαίθριος χώρος για συναυλίες, το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κουκ, για το οποίο μεταφέρθηκε μία μία πέτρα από την Αγγλία, Εθνική Πινακοθήκη Βικτορίας, βοτανικός κήπος). Στα περίχωρα βρίσκονται στο Χέιλσβιλ Σάνκτουρι με την τυπική πανίδα της Α., τα δάση των βουνών Μπλου Ντάντνονγκ, όπου ζει το πουλί λύρα κ.ά. Πολύ ελκυστική το καλοκαίρι είναι μια εκδρομή στο νησί Φίλιπ, για τους πιγκουίνους που μαζεύονται στις παραλίες όταν δύει ο ήλιος.
Στην Αδελαΐδα μπορεί να φτάσει ο ταξιδιώτης είτε από το εσωτερικό της Βικτορίας κατά μήκος της κοιλάδας του Μάρεϊ, με σταθμό στο Σουάν Χιλ (λαογραφικό μουσείο) και στη Μιλντάρα (εκδρομή με πλοίο στον ποταμό), είτε από τον δρόμο που είναι πάντα σχεδόν κατά μήκος της ακτής και περνά από το Μάουντ Γκάμπιερ (τέσσερις ηφαιστειώδεις λίμνες).
Το νησί Τασμανία (αεροπλάνο και πορθμείο από τη Μελβούρνη) με τους πράσινους λόφους και τις κοιλάδες, με τα χωριά και τα σπίτια με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, μοιάζει σαν μια μικρή αγγλική γωνιά. Από το Χόμπαρτ (ιστορικό μουσείο Νάρινα, μουσείο της Τασμανίας, ενδιαφέρον για το τμήμα που είναι αφιερωμένο στους ιθαγενείς, πανοραμική θέα από το βουνό Γουέλινγκτον) φτάνει κανείς στο Πορτ Άρθουρ (ερείπια της παλιάς αποικίας των καταδίκων), περνώντας από τον ισθμό Ίγκλχοκ Νεκ και το εθνικό πάρκο Μάουντ Φιλντ. Από το Λόνσεστον, περνώντας από το εθνικό πάρκο Κραντλ Μάουντεν και τη λίμνη Σεντ Κλερ στο εσωτερικό και από τη βόρεια ακτή, φτάνει ο επισκέπτης έως το Γουάινγιαρντ. Το Χόμπαρτ και το Λόνσεστον ενώνονται με τρεις δρόμους: ο ένας περνά από την κεντρική περιοχή των λιμνών, ο άλλος κατά μήκος της ανατολικής ακτής και ο τρίτος από την τραχιά δυτική περιοχή.
Από την Αδελαΐδα (πανοραμική θέα από το Λάιτς Βίζιον) πηγαίνει κανείς στα κοντινά εθνικά πάρκα Μπελέρ και Κλίλαντ, πλούσια σε εγχώρια πανίδα, και στην κορυφή του Λόφτι. Πιο μακριά είναι: το νησί των Καγκουρό που έχει επίσης κοάλα και φώκιες, η κοιλάδα Μπαρόσα, πλούσια σε αμπέλια, και το Βίκτορ Χάρμπορ. Από το Μάρεϊ Μπριτζ γίνονται εκδρομές με πλοίο στον ποταμό και από την Αδελαΐδα εκδρομές στα βουνά Φλίντερς Ρέιντζες, με τα ζωηρά χρώματα. Πολύ πιο βόρεια, στον δρόμο για το Άλις Σπρινγκς είναι το Κούμπερ Πέντι, κέντρο ορυχείων οπαλίου, με ένα ενδιαφέρον χωριό χτισμένο μέσα σε σπηλιές, για να αποφεύγουν τη ζέστη. Το Άλις Σπρινγκς, που μέχρι πριν από μερικά χρόνια ήταν η βάση για τους σκαπανείς στην καρδιά της κεντρικής ερημικής περιοχής, είναι σήμερα υποχρεωτική στάση κάθε ταξιδιού στην Α. (υπηρεσία ιπτάμενων γιατρών). Οι πιο ενδιαφέρουσες εκδρομές είναι στην ιεραποστολή Χέρμανσμπεργκ (χωριά ιθαγενών, τυπική τέχνη), στο Παλμ Βάλεϊ, Ρος Ρίβερ, Κινγκς Κάνιον κ.ά. Μετά με αεροπλάνο ή αυτοκίνητο φτάνει κανείς στο πιο ενδιαφέρον σημείο της περιοχής, το Άγιερς Ροκ (ξενοδοχείο), έναν μονόλιθο που παίρνει φανταστικά χρώματα στις διάφορες ώρες της ημέρας και έχει βραχογραφίες των ιθαγενών στις σπηλιές που είναι στη βάση του. Πολλές αεροπορικές γραμμές και ένας καλός δρόμος φέρνουν μέχρι το Ντάρβιν, στην πιο βόρεια ακτή (εκδρομές κατά μήκος του δρόμου που έρχεται από τον νότο, στα ορυχεία ουρανίου Ραμ Τζανγκλ και στο θεαματικό Κάθριν Γκορτζ). Εκδρομές με αεροπλάνο υπάρχουν και για το νησί Μπάθερστ και στις ιεραποστολές της Γης του Άρνεμ, την τεράστια ζώνη που ζουν οι ιθαγενείς (οργανώνονται σαφάρι κυνηγετικά ή φωτογραφικά).
Από την Αδελαΐδα ο επισκέπτης φτάνει στο Περθ, την πρωτεύουσα της Δυτικής Α. (παλιό δημαρχείο, χτισμένο από τους κατάδικους, καθεδρικός καθολικός ναός, πανοραμική θέα στο Κινγκς Παρκ, πλούσιο σε λουλούδια κ.ά.· επίσης εκδρομές με πλοίο στον κόλπο του ποταμού Σουάν και με αυτοκίνητο στα βουνά Ντάρλινγκ). Προς τα ΝΔ φτάνει στο δάσος Πέμπερτον και στο Άλμπανι. Σε όλη την περιοχή είναι χαρακτηριστικά τα θαυμάσια ανοιξιάτικα άνθη και τα φοινικόδεντρα με τα περίεργα σχήματα, τα μπλάκμποϊ, μοναδικό δείγμα μιας προϊστορικής χλωρίδας.
Στο ταξίδι στην Α., ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη είναι η ακτή της Κουίνσλαντ που πλαισιώνεται από το Μεγάλο Κοραλλιογενές Φράγμα (καλύτερη εποχή από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο). Γίνονται εκδρομές με πλοίο στα διάφορα νησιά με την τροπική ατμόσφαιρα, τους όρμους, τις λιμνοθάλασσες και την υποβρύχια ζωή. Μερικά από τα νησιά είναι κοραλλιογενείς ατόλες και άλλα είναι δασώδεις κορυφές υποβρύχιων οροσειρών. Τα κέντρα της ακτής από τα οποία μπορεί κανείς να ταξιδέψει (ενώνονται όλα με αεροπλάνο, με καλό δρόμο και με τρένο) είναι από τα βόρεια στα νότια: Κερνς (εκδρομές στην ενδοχώρα, στο Άθερτον Τέιμπλαντ, με λίμνες, καταρράκτες, τροπικές κοιλάδες και δάση· πλοίο για την ατόλη Γκριν Άιλαντ με το υποβρύχιο παρατηρητήριο των κοραλλένιων κήπων και εκδρομές με βάρκα με γυάλινο πάτο)· Τάουνσβιλ (πλοία για τα νησιά Ορφέους και Μαγκνέτικ, αεροπλάνο για το Ντανκ)· Πρόζερποϊν (ελικόπτερο και πλοίο για τα νησιά Χέιμαν, Σάουθ Μολ και Λονγκ)· Μακέι (αεροπλάνο για το νησί Λίντεμαν και το νησί Μπράμπτον)· Γκλάντστοουν (πλοίο για το Χέρον Άιλαντ με το αξιόλογο ενυδρείο).
Από τη Μπρίζμπεϊν πηγαίνει κανείς στις παραλίες, προς τα Β στην Ηλιόλουστη Ακτή και προς τα Ν στη Χρυσή Ακτή· ειδικά στην τελευταία υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα: Μαρίνλαντ στο Σάουθπορτ· Παράδεισος των Σέρφερ, κοσμικό κέντρο ναυτικών σπορ· Κέρεμπιν με τους παπαγάλους και τα άλλα πουλιά στα δάση· Κούλανγκατα· στο εσωτερικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το εργοστάσιο μπούμερανγκ και το εθνικό πάρκο Λάμινγκτον.
Ξενοδοχειακός εξοπλισμός και γιορτές. Η χώρα έχει πολλά σύγχρονα ξενοδοχεία και μοτέλ. Πολύ ενδιαφέροντα για να γνωρίσει ο επισκέπτης τον γεωργικό και κτηνοτροφικό πλούτο της χώρας είναι τα δύο φεστιβάλ του Σίδνεϊ, το ένα που γίνεται το Πάσχα και το άλλο (Σιπ Σόου) τον Μάιο.Μια μαζική μετανάστευση Ελλήνων προς την Α. Σημειώθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, καταγράφοντας την ελληνική κοινότητα ως αρκετά ανθηρή, δίπλα στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές που αναπτύχθηκαν την περίοδο εκείνη. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στη Μελβούρνη και ασχολούνται με διάφορα επαγγέλματα, ενώ μπορούμε να μιλάμε πλέον για τρίτη γενιά μεταναστών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, στην Α. ζουν σήμερα περίπου 700.000 Έλληνες, αποτελούν δηλαδή την δεύτερη μεγαλύτερη συγκέντρωση Ελλήνων στο εξωτερικό, μετά τις ΗΠΑ (βλ. λ. Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή).
Χαρτονόμισμα των 5 δολαρίων της Αυστραλίας, που εκδόθηκε το 2000.
Το όρος Μπόγκονγκ (1.986 μ.) στις Αυστραλιανές Άλπεις, που εκτείνονται στο ΝΑ τμήμα της ηπείρου (φωτ. Igda).
Χαρακτηριστικό αυστραλιανό τοπίο: ο μοναδικός μονόλιθος Άγιερς Ροκ, στο κέντρο της ηπείρου (φωτ. Igda).
Το δυτικό υψίπεδο αντιστοιχεί στο πιο αραιοκατοικημένο τμήμα της Αυστραλίας (φωτ. Igda).
Ακτή, τυπική του αυστραλιανού τοπίου, προς τον Ινδικό ωκεανό (φωτ. Igda).
Δασύλλιο με καζουαρίνες, είδος χαρακτηριστικό των αυστραλιανών ζωνών που έχουν αραιές βροχοπτώσεις (φωτ. Igda).
Δάσος στο Κουίνσλαντ, με την τροπική βλάστηση που χαρακτηρίζει την περιοχή (φωτ. Igda).
Οι αυτόχθονες Αβορίγινοι της Αυστραλίας έχουν περιοριστεί πλέον σε λίγες χιλιάδες (φωτ. Igda).
Το Σίδνεϊ, το μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο αστικό κέντρο της Αυστραλίας, φιλοξένησε με επιτυχία τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2000 (φωτ. Igda).
Το υδρογραφικό σύστημα της Αυστραλίας είναι εξαιρετικά φτωχό. Η μόνη σημαντική λεκάνη απορροής είναι εκείνη που σχηματίζει ο ποταμός Μάρεϊ (στη φωτογραφία) με τον Ντάρλινγκ (φωτ. Igda).
Νεαρό καγκουρό· αυτό το συμπαθές μαρσιποφόρο αποτελεί το εθνικό «έμβλημα» της Αυστραλίας (φωτ. Sef).
Η Αυστραλία μπορεί να μην διαθέτει πλούσια ιστορία, αλλά ξεχωρίζει σίγουρα για την ιδιαίτερη πανίδα της, στην οποία περιλαμβάνονται μια σειρά από πανέμορφα μαρσιποφόρα, όπως το κοάλα.
Ορυχείο ουρανίου στην ανατολική Αυστραλία· τα ορυκτά κοιτάσματα συνέβαλαν στον αποικισμό της ηπείρου κατά τον 19ο αι. (φωτ. Igda).
Μεγάλο αγρόκτημα στην Αυστραλία, όπου η γεωργία, λόγω της φτωχής υδρογραφίας και της εκτεταμένης ξηρασίας, επαρκεί απλώς για τις εσωτερικές ανάγκες της χώρας.
Η τέχνη του τατουάζ ανθεί στην Αυστραλία, όπου τα τελευταία χρόνια γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ. Η φωτογραφία είναι από το 9o Φεστιβάλ Τατουάζ στο Σίδνεϊ το 1995.
H κτηνοτροφία, και ιδιαίτερα η εκτροφή βοοειδών, είναι σημαντικός κλάδος της αυστραλιανής οικονομίας (φωτ. Igda).
Η εκτροφή προβάτων σε μεγάλες ζώνες των εδαφών της Αυστραλίας γίνεται κατά κύριο λόγο για το μαλλί τους (φωτ. Igda).
Μεταλλουργικό συγκρότημα στο Νιούκαστλ, μια πόλη της Αυστραλίας με πλούσια ανθρακοφόρα κοιτάσματα στο υπέδαφός της (φωτ. Igda).
Ο ατομικός αντιδραστήρας Χιφάρ στο Λούκας Χάιτς συμβάλλει στο ενεργειακό δυναμικό της Αυστραλίας (φωτ. Igda).
Αυστραλοί ακτιβιστές, μαζί με αβοριγίνους, διαμαρτύρονται για αποφάσεις της κυβέρνησης σχετικά με τις φυλετικές μειονότητες της χώρας.
Μια ομάδα ιθαγενών της αυστραλιανής φυλής (φωτ. Nievo).
Η τέχνη των ιθαγενών της Αυστραλίας περιλαμβάνει πολλές βραχογραφίες, που βρίσκονται σε όλη την ήπειρο και αποτελούν πλέον αντικείμενο συστηματικής μελέτης, ενώ ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα είναι η χρονολόγησή τους. Στη φωτογραφία, δείγμα ζωγραφικής, της αποκαλούμενης τεχνοτροπίας «ακτινών Χ», επειδή διακρίνονται καθαρά ο σκελετός και τα εσωτερικά όργανα του ψαριού (φωτ. Igda).
Επίσημη ονομασία: Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας. Έκταση: 7.692.030 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.357.594 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Καμπέρα (438.600 κάτ. το 1999)
Φωτογραφία του Σίδνεϊ από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Σεπτέμβριο του 1996, από ύψος 289 χλμ. Στο μέσον διακρίνεται ο κόλπος Μπότανι (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Ένα μοναδικό δείγμα της αυστραλιανής πανίδας είναι το κοάλα.
Μια τυπική μορφή διάβρωσης, που ανομάζεται από τους ντόπιους «Οι τρεις αδελφές», στα Μπλου Μάουντενς της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Χαρακτηριστική ξηρόφιλη βλάστηση στην έρημο Γκίμπσον του κεντροδυτικού υψιπέδου.
Ένα καγκουρό με το μικρό του μέσα στο μάρσιπο.
Οι άνθρωποι της αυστραλιανής φυλής έχουν χαρακτηριστικά που τους διακρίνουν απ’ όλες τις άλλες φυλετικές ομάδες.
Η Αυστραλία βαφτίστηκε «Νέα Ολλανδία» από τους Ολλανδούς εξερευνητές, όπως φαίνεται και σε αυτόν τον παγκόσμιο άτλαντα του 1798.
Ο πλοίαρχος Τζέιμς Κουκ καταλαμβάνει (Αύγουστος 1770) την αυστραλιανή ήπειρο στο όνομα του βρετανικού στέμματος και την αποκαλεί Νέα Νότια Ουαλία (λιθογραφία εποχής).
Ο Αυστραλός πολιτικός Έντουαρ Γουίτλαμ, επικεφαλής της κυβέρνησης των Εργατικών από το 1972 έως το 1975.
Η αυστραλιανή λογοτεχνία της πρώτης αποικιακής περιόδου αντιπροσωπεύεται κυρίως από ταξιδιωτικά ημερολόγια και αναμνήσεις των εξορίστων· στη φωτογραφία, ο πίνακας του Τομ Ρόμπερτς, «Πηγαίνοντας προς το Νότο».
Τα «ουοντζίνα», τα προγονικά πνεύματα, είναι η εντυπωσιακότερη δημιουργία της αυστραλιανής προ-αποικιακής τέχνης. Πρόκειται για λευκές μορφές περιτριγυρισμένες με μαύρες ή κόκκινες μορφές.
«Η Κάθι στο αποδυτήριο», πίνακας του Αυστραλού ζωγράφου Τζον Πέρσιβαλ.
Ιθαγενείς χορευτές επικαλούνται τα πνεύματα που προκαλούν τα φυσικά φαινόμενα, όπως τη βροχή, τη φωτιά, τη γέννηση και τον θάνατο ανθρώπων και ζώων.
Ο διεθνής Αυστραλός τραγουδιστής Νικ Κέιβ (φωτ. Virgin Hellas)
Το αυστραλέζικο ποπ συγκρότημα των INXS· τέταρτος από αριστερά, ο Μάικλ Χάτσενς (φωτ. Universal Music).
Η Αυστραλέζα τραγουδίστρια Κάιλη Μινόγκ (φωτ. Leanne Woolrich, EMI).
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Dictionary of Greek. 2013.